Νεκροί
Καθόμαστε σε μαγαζί των Εξαρχείων και τρώμε. Μπαίνει μέσα ηλικιωμένη γυναίκα. Κρατάει μπλε σακούλα και ένα πακέτο χαρτομάντιλα στα χέρια. Μας λέει να πάρουμε ένα, για πενήντα λεπτά. Λέμε όχι, ευγενικά ή απλά αδιάφορα. Λέει κάτι ακόμη δείχνοντας τα πιάτα μας, δεν το πιάνουμε ακριβώς, μιλάει μέσα απ’ το στόμα της. Αρνιόμαστε από συνήθεια.
Πηγαίνει στους διπλανούς. Της δίνουν το πολυπόθητο πενηντάλεπτο. Δείχνει και σε κείνους το τραπέζι. Κάτσε, της λένε. Παίρνει το πιάτο με το μακαρόνια που έχει μισοφάει η γυναίκα της παρέας. Με το ίδιο πιρούνι τρώει αυτό, που δεν επέτρεψε να φαγωθεί, η σιλουέτα και η διατροφή της προηγούμενης. Ταυτόχρονα συζητάνε. Παιδιά, ατυχίες, επαρχίες.
Ανοίγει η πόρτα του μαγαζιού. Μετανάστης με ακορντεόν ζητάει πενηντάλεπτο. Λέμε όχι να μη σπάσουμε την παράδοση. Πηγαίνει στο διπλανό τραπέζι. Σκύβει, παίζοντας ένα χαρούμενο σκοπό, πάνω απ’ τη γυναίκα με τα χαρτομάντιλα. Της ζητάει ένα κέρμα. Αυτή, μπουκωμένη, γελάει. «Από μένα ζητάς βρε συ»; Γελάνε και οι υπόλοιποι.