pablo
(Ιστορίες του Αδάμ)

Αν υπάρχει κάτι πιο απρόβλεπτο από τον άνθρωπο, αυτό είναι η ζωή. Κι αν κάτι βρίσκεται πιο βαθιά ριζωμένο στα κύτταρα από το θάνατο, αυτό είναι το ορμέμφυτο της επιβίωσης.
Ο αυτόχειρας αναιρεί εκατομμύρια χρόνια εξέλιξης όταν τερματίζει τη ζωή του και η κοντοφθαλμία του ανθρώπινου γένους το οδηγεί στον αφανισμό.
Όμως ο ναυαγός, όσο αναπνέει, κρατιέται απ’ όπου μπορεί για να μη βουλιάξει κι αν δεν υπάρχει σανίδα σωτηρίας την εφεύρει.

Ο Αδάμ είχε εγκαταλείψει την προσπάθεια (δες παλιότερο κείμενο «Η αγανάκτηση είναι προνόμιο των χορτάτων»), αλλά τα χέρια του, υπακούοντας στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης, τινάζονταν απεγνωσμένα και γύρευαν να γραπωθούν σε έναν άνθρωπο, σε μια λέξη ή σε ένα ιδανικό.
Η τύχη το αποφάσισε να τον σώσει ένα πτώμα.

Εκείνη την νύχτα ο νεαρός Αδάμ έψαχνε τον τρόπο και το θάρρος για να ζητήσει από τον πατέρα του χαρτζιλίκι. Η υπέρμετρη ευθιξία που τον χαρακτήριζε από παιδί δεν είχε μετριαστεί από τα αλλεπάλληλα παθήματα. Προτιμούσε να είναι άφραγκος παρά να ακούει το κήρυγμα που συνόδευε κάθε πατρική παροχή.
Αισθανόταν επαίτης και ανίκανος όταν τολμούσε να ζητήσει ένα πεντακοσάρικο [δραχμές] και ο πατέρας του ενέτεινε αυτήν την εντύπωση με προσβλητικά αστεία. Όμως απεχθανόταν να είναι ο αιώνιος τρακαδόρος της παρέας και να στηρίζεται στη γενναιοδωρία των φίλων για να καπνίσει ένα τσιγάρο.