Της Δάφνης Σφέτσα
Περνάν τα δις μπροστά από τα μάτια μας, ανεβοκατεβαίνουν, ανεβαίνουν δηλαδή, 11, 11,5, 13,5. Νούμερα ασύλληπτα –και το ασύλληπτα με διπλή σημασία- αραδιάζουν νούμερα ασύλληπτα και τα παίρνουν μέτρα, όχι τόσο για να μας σώσουν, το σώσιμο δεν πουλάει πια, όχι ότι ξεπουλούσε κι όλας πριν αλλά τέλος πάντων τον πρώτο καιρό την έκανε τη δουλειά του. Τώρα κυρίως τα παίρνουν γιατί λέει τα έχει πάρει η τρόικα και δεν μας αφήνει ρε παιδιά αέρα να αναπνεύσουμε αλλά εμείς συνεχίζουμε να διαπραγματευόμαστε για να περισώσουμε καμιά πενταροδεκάρα, δεν είμαστε και τέρατα δα, τονε πονάμε τον συνταξιούχο. Η διαπραγμάτευση δεν πάει πολύ καλά όμως και τα νούμερα ανεβαίνουν, κόβεται αυτό, κόβεται το άλλο, κόβεται το τρίτο, να τους κοπεί το χέρι φωνάζει ο γέρος στο καφενείο.
Πολύ κόψιμο μας έχει πιάσει και η πόλη μυρίζει σκατά. Σε κάθε γωνιά παρακμή, περιθώριο, θλίψη και οργή. Κι ο καιρός να γελάει μέσα στη μούρη μας: τόσο σκοτεινές μέρες και βγάζουμε τη μπέμπελη.
«Ε εσύ ρε Αφγάνι, πού νομίζεις ότι πας, έλα εδώ ρε». Παρασκευή, κοντεύει μεσάνυχτα, στην άδεια Μενάνδρου. Μπάτσος -εγώ, ξέρετε, αναρχικιά δεν είμαι, του ΣΥΡΙΖΑ παιδί - αλλά αυτός είναι μπάτσος, κωλόμπατσος. Μου λέει να πάω στο ΑΤ Ομόνοιας γιατί τόλμησα να μιλήσω, να παρέμβω στον παράνομο με όλα τα νομικά συγγράμματα του κόσμου έλεγχο στοιχείων στο Αφγάνι, όπως το φώναξε από το απέναντι πεζοδρόμιο. Τι να μιλήσω, τι να παρέμβω... ίσα που τόλμησα να νιαουρίσω. Γιατί φοβάμαι ρε.
Κάνω επικλήσεις στη «λογική», μα πώς του μιλάτε έτσι, τι έκανε, ε, μην τον σπρώχνετε, μα άνθρωπος είναι, δεν μπορείτε να συμπεριφέρεσθε έτσι. Στέκομαι εκεί και λέω ό,τι να ‘ναι. Είναι Παρασκευή, κοντεύει μεσάνυχτα, λίγα μέτρα μακριά από τη δουλειά μου, μόλις που έχω φύγει. Και φοβάμαι ρε γιατί είμαι μόνη μου κι αυτοί είναι φασίστες. Δεν φορούσε καν στολή, ο προϊστάμενος που είναι «ιδιόρρυθμος» όπως μου λέει το μπατσάκι δίπλα του με ένα τόσο χαζό γέλιο που θέλω να το χαστουκίσω να ξυπνήσει από τη βλακεία.
Ο μετανάστης χαμογελάει, δεν έχει ταραχτεί καθόλου. Χαμογελάει με ύφος σαν να του φαίνεται αδιανόητο και γραφικό που μια κοπέλα μιλάει γι’ αυτόν. Δεν ξέρω, έτσι λέω, δεν έχω ιδέα γιατί χαμογελάει. Έχει έρθει δεν ξέρω και γω από πού το... Αφγάνι, δεν ξέρω αν είναι όντως Αφγανός. Δεν ξέρω γιατί χαμογελάει, ξέρω όμως ότι δεν φοβάται ούτε λίγο έναν κωλόμπατσο στα στενά της ομόνοιας. Μάλλον γι΄ αυτό γελάει. Γιατί εγώ είμαι το γατάκι της φάσης, γιατί έχω χεστεί.
Δυο μέρες μετά είμαι σπίτι μου, ακούω κρότους, πυροβολισμοί λέω, δεν έμαθα ποτέ τι ήταν. Ναι εγώ σπίτι μου κατέληξα, όχι σαν το Αφγάνι που σπίτι δεν έχει, ούτε πατρίδα. Και φωνές, φασαρίες, ουρλιαχτά. Αστυνομικοί ουρλιάζουν. Κάτι μηχανάκια, δίας, δέλτα, δεν βλέπω καθαρά. Ανάποδα στη Χαριλάου Τρικούπη είναι αλλά δεν έχω οπτικό πεδίο. Μοιάζει με μεγάλη επιχείρηση. Πάλι φοβάμαι ενώ εγώ είμαι σπίτι μου, μπορώ να κλείσω πόρτες και παράθυρα και να μην ακούω. Έλα μωρέ, μαλακίες: Δεν μπορώ και το ξέρω. Γιατί έρχεται η ώρα μου, φίλοι μου καλοί και σύντροφοι και δεν μπορείς να την κλείσεις έξω από τα παντζούρια. Δεν θες κι όλας.
Τόση ένταση και πάθος νομίζω ότι κάτι με τρομοκρατία (sic) θα έχει να κάνει. Ή μήπως την πέσαν πάλι σε κανα ΑΤ, όπως χθες στην Ακρόπολη; Προφανώς κάποια επίθεση στην αστυνομία για να το έχουν πάρει τόσο προσωπικά. Ή κάτι πολύ σοβαρό.
Αρχίζω να έχω οπτικό πεδίο: Έχουν πιάσει έναν, είμαι μακριά το μόνο που καταλαβαίνω είναι ότι πρόκειται για αρσενικό. Είναι πολλοί οι μπάτσοι, τον σέρνουν, άλλος είναι πάνω σε μηχανάκι, άλλοι πεζή, τον σπρώχνουν, του φωνάζουν αλλά πάνε προς την άλλη μεριά, δεν βλέπω καλά, δεν καταλαβαίνω τι γίνεται, ένας είναι ρε παιδιά και σεις τόσοι πολλοί, δεν μπορείτε να τον συλλάβετε σαν... άνθρωποι; Όλα γίνονται γρήγορα, έχει συγκεντρωθεί κόσμος, ένας κύριος μεγάλης ηλικίας -κρίνοντας από τη φωνή- ουρλιάζει να σταματήσουν να τον βαράνε. Τρέχω κάτω. Από την απέναντι είσοδο βγαίνει ένας κύριος. Τι έγινε μου λέει; Δεν έχω ιδέα κι εγώ να δω πάω. Είμαστε νέοι γείτονες ε; Ναι Δάφνη – Μιχάλης, χάρηκα. Βλέπω κάποιους γνωστούς. Τι έγινε ρε παιδιά; Δεν ξέρουμε. Τι ήταν αυτοί οι κρότοι; Δεν ξέρουμε. Κατέβαιναν, λέει ένας δημοσιογράφος -τον ξέρω, αυτός δεν με καταλαβαίνει-, μηχανάκια με μαυροκόκκινες σημαίες ανάποδα την Χαριλάου Τρικούπη και τους κυνηγούσε αστυνομία. Πιάσανε τον έναν, τον ακινητοποίησαν στην άσφαλτο, του περάσαν χειροπέδες -έκαναν ένα μικρό γύρο θριάμβου με κλωτσοπατινάδα και έφυγαν, συνεχίζω εγώ το τέλος. Πυροβολισμοί ήταν σίγουρα λέει κι αυτός πάντως που δεν είναι κι ακριβώς του ευρύτερου χώρου. Από την άλλη μπάντα βρίσκεται δηλαδή.
Μέχρι να τα πούμε όλα αυτά, έρχεται ο δεύτερος. Ένας νεαρός, μακριά μαλλιά, τον κρατάνε 6- 7, δεν ξέρω, είναι κι άλλοι πίσω τους, άλλοι μπροστά τους συνοδεία. Φωνάζει ο κόσμος πού το πάτε το παιδί, τι σας έκανε. Γυρνάει ένας σε κυβικά γορίλα με οργισμένο μάτι «παιδί; παιδί τον λες αυτόν; πού να ήξερες τι έκανε». Συνεχίζουν πεζή κάτω στη Βουλγαροκτόνου και φεύγουν. Παίρνουν ένα μηχανάκι, κόκκινο, έξω από το ψιλικατζίδικο στη γωνία με Ζωοδόχου Πηγής ήταν. Προσπαθεί να το βάλει μπρος ένας μικρός μπάτσος, κάπου με την τρίτη το καταφέρνει. Απομακρύνονται και χάνονται. Και η απορία μένει: τέτοιο μένος τι διάολο κάνανε τα «παιδιά» που δεν πρέπει να τα λέμε παιδιά γιατί πού να ξέραμε τι έχουν κάνει;
Αρχίζει μια θειά να υπερασπίζεται τους μπάτσους και της την πέφτουν, λεκτικά. Δεν έχει άλλο νόημα, τέλειωσε η φάση εδώ. Πάμε σπίτι να δούμε τι ήταν όλο αυτό το σόου. Ποιους πιάσανε; Εναπομείναντες Πυρήνες; 17Ν; Αλ Κάιντα; Τι φάση; ΤΙ; ΜΗΧΑΝΟΚΙΝΗΤΗ ΑΝΤΙΦΑΣΙΣΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ; ΤΙ ΛΕΤΕ ΡΕ ΠΑΙΔΙΑ; Αισθάνομαι γελοία, σαχλή, είμαι χαζή, χαζή, χαζή. Έγινε λέει σύγκρουση αναρχικών, αντιεξουσιαστών, όπως θέλουνε ας τους πούμε, με χρυσαυγίτες, φασίστες, αλήτες, όπως θέλουμε θα τους πούμε, άλλοι θα τους πούνε απλώς κατοίκους. Και μετά την πέσανε στα παιδιά που δεν πρέπει να τα λέμε παιδιά γιατί πού να ξέραμε τι έχουν κάνει. Μάθαμε: αντιφασιστική μοτοπορεία στο κέντρο της πόλης και κυρίως εκεί που αλωνίζουν καθίκια κάθε μέρα, σφάζουν, μαχαιρώνουν, τρομοκρατούν, πουλάνε προστασία.
Φοβάμαι, φίλοι μου καλοί και σύντροφοι. Γιατί είχα δίκιο: Όντως τέτοιο μένος υπήρχε γιατί έγινε κάτι στην ίδια την αστυνομία. Έγινε στους χρυσαυγίτες. Έχουν πια αρχίσει να ταυτίζονται. Κάποιες μονάδες, αυτές οι από δ κυρίως, δεν μπορεί να ξεχωριστούν.
Φοβάμαι φίλοι μου καλοί και σύντροφοι. Γιατί την επομένη πιάσανε τους αλληλέγγυους σε αυτούς. Και τους δέρνουνε, ακόμη τώρα που μιλάμε, αλύπητα. Και λίγες μέρες πριν ο άλλος πήρε την καραμπίνα να πυροβολήσει «λαθρο»μετανάστες. Δεν τον έπιασαν τον φίλο με την καραμπίνα. Δεν τον έπιασαν παρότι ακόμη και κάμερα υπήρχε εκεί, τα είδαμε όλα καρέ καρέ. Όχι αυτός δεν είναι αλήτης. Αυτός μόνο να σκοτώσει πήγε.
Ζωή μαγική, φίλοι μου καλοί και σύντροφοι.
Σαμαράς και ΧΑ προχωράνε χέρι χέρι, καταλαμβάνουν τις πόλεις μας και μας λένε να πάμε στο ΑΤ ομόνοιας.
Τους άλλους τους έχουν στη ΓΑΔΑ και τους βαράνε. Επειδή υπάρχουν.
Και ετοιμάζονται να μας αφήσουν ξεβράκωτους με τα μέτρα που μας παίρνουν.
Κι όχι τίποτα άλλο είναι κι ο Μεϊμαράκης που γ...ει και δεν λέει να κυκλοφοράμε γυμνοί.
Κυρίως στην ψυχή.
------------------------------------------------------------------------------------------
Μπορούμε ρε, πάμε, με φόβο, όλοι μαζί, να τον σπάσουμε, να κρατηθούμε χέρι χέρι, να μην σπάσουμε εμείς ολότελα, λίγες στιγμές μπορεί, όπως την Παρασκευή, ένα κουρέλι, τίποτα δεν έκανα, μα και τι να είχα κάνει, έτσι ζω κάθε μέρα, στην ομόνοια δουλεύω, κάθε μέρα τα βλέπω, κάθε μέρα κάτι λέω, κάτι μου απαντάνε, τι άκρη να βγάλω, δεν ξέρω, δεν ξέρω, τίποτα δεν ξέρω, ανημποριά, αϋπνία, θέλω να ξεράσω, ελάχιστη δύναμη κι όμως πάμε χέρι χέρι και θα την βρούμε την άκρη γιατί δεν μπορεί ρε, δεν μπορεί να περάσει ο φασισμός.
Μιας που δεν έχω πρόχειρο έναν Mπρεχτ, πάρτε ένα στίχο που προέκυψε από μια αμήχανη παντρειά, χαζή, φαντάζομαι, θα πούνε οι γνώστες, σαν και μένα θα πω εγώ:
Κράτα το χέρι μου
και πάμε αστέρι μου,
δεν έχει αστέρια ο ουρανός
για όσους μετανιώνουν
Πηγή: Rednotebook
Κρατήστε μου παρακαλώ το χέρι κι άμα κλαίω, μην ανησυχείτε, απ΄ τον φόβο μου είναι που τον ξεπερνάω
Περνάν τα δις μπροστά από τα μάτια μας, ανεβοκατεβαίνουν, ανεβαίνουν δηλαδή, 11, 11,5, 13,5. Νούμερα ασύλληπτα –και το ασύλληπτα με διπλή σημασία- αραδιάζουν νούμερα ασύλληπτα και τα παίρνουν μέτρα, όχι τόσο για να μας σώσουν, το σώσιμο δεν πουλάει πια, όχι ότι ξεπουλούσε κι όλας πριν αλλά τέλος πάντων τον πρώτο καιρό την έκανε τη δουλειά του. Τώρα κυρίως τα παίρνουν γιατί λέει τα έχει πάρει η τρόικα και δεν μας αφήνει ρε παιδιά αέρα να αναπνεύσουμε αλλά εμείς συνεχίζουμε να διαπραγματευόμαστε για να περισώσουμε καμιά πενταροδεκάρα, δεν είμαστε και τέρατα δα, τονε πονάμε τον συνταξιούχο. Η διαπραγμάτευση δεν πάει πολύ καλά όμως και τα νούμερα ανεβαίνουν, κόβεται αυτό, κόβεται το άλλο, κόβεται το τρίτο, να τους κοπεί το χέρι φωνάζει ο γέρος στο καφενείο.
Πολύ κόψιμο μας έχει πιάσει και η πόλη μυρίζει σκατά. Σε κάθε γωνιά παρακμή, περιθώριο, θλίψη και οργή. Κι ο καιρός να γελάει μέσα στη μούρη μας: τόσο σκοτεινές μέρες και βγάζουμε τη μπέμπελη.
«Ε εσύ ρε Αφγάνι, πού νομίζεις ότι πας, έλα εδώ ρε». Παρασκευή, κοντεύει μεσάνυχτα, στην άδεια Μενάνδρου. Μπάτσος -εγώ, ξέρετε, αναρχικιά δεν είμαι, του ΣΥΡΙΖΑ παιδί - αλλά αυτός είναι μπάτσος, κωλόμπατσος. Μου λέει να πάω στο ΑΤ Ομόνοιας γιατί τόλμησα να μιλήσω, να παρέμβω στον παράνομο με όλα τα νομικά συγγράμματα του κόσμου έλεγχο στοιχείων στο Αφγάνι, όπως το φώναξε από το απέναντι πεζοδρόμιο. Τι να μιλήσω, τι να παρέμβω... ίσα που τόλμησα να νιαουρίσω. Γιατί φοβάμαι ρε.
Κάνω επικλήσεις στη «λογική», μα πώς του μιλάτε έτσι, τι έκανε, ε, μην τον σπρώχνετε, μα άνθρωπος είναι, δεν μπορείτε να συμπεριφέρεσθε έτσι. Στέκομαι εκεί και λέω ό,τι να ‘ναι. Είναι Παρασκευή, κοντεύει μεσάνυχτα, λίγα μέτρα μακριά από τη δουλειά μου, μόλις που έχω φύγει. Και φοβάμαι ρε γιατί είμαι μόνη μου κι αυτοί είναι φασίστες. Δεν φορούσε καν στολή, ο προϊστάμενος που είναι «ιδιόρρυθμος» όπως μου λέει το μπατσάκι δίπλα του με ένα τόσο χαζό γέλιο που θέλω να το χαστουκίσω να ξυπνήσει από τη βλακεία.
Ο μετανάστης χαμογελάει, δεν έχει ταραχτεί καθόλου. Χαμογελάει με ύφος σαν να του φαίνεται αδιανόητο και γραφικό που μια κοπέλα μιλάει γι’ αυτόν. Δεν ξέρω, έτσι λέω, δεν έχω ιδέα γιατί χαμογελάει. Έχει έρθει δεν ξέρω και γω από πού το... Αφγάνι, δεν ξέρω αν είναι όντως Αφγανός. Δεν ξέρω γιατί χαμογελάει, ξέρω όμως ότι δεν φοβάται ούτε λίγο έναν κωλόμπατσο στα στενά της ομόνοιας. Μάλλον γι΄ αυτό γελάει. Γιατί εγώ είμαι το γατάκι της φάσης, γιατί έχω χεστεί.
Δυο μέρες μετά είμαι σπίτι μου, ακούω κρότους, πυροβολισμοί λέω, δεν έμαθα ποτέ τι ήταν. Ναι εγώ σπίτι μου κατέληξα, όχι σαν το Αφγάνι που σπίτι δεν έχει, ούτε πατρίδα. Και φωνές, φασαρίες, ουρλιαχτά. Αστυνομικοί ουρλιάζουν. Κάτι μηχανάκια, δίας, δέλτα, δεν βλέπω καθαρά. Ανάποδα στη Χαριλάου Τρικούπη είναι αλλά δεν έχω οπτικό πεδίο. Μοιάζει με μεγάλη επιχείρηση. Πάλι φοβάμαι ενώ εγώ είμαι σπίτι μου, μπορώ να κλείσω πόρτες και παράθυρα και να μην ακούω. Έλα μωρέ, μαλακίες: Δεν μπορώ και το ξέρω. Γιατί έρχεται η ώρα μου, φίλοι μου καλοί και σύντροφοι και δεν μπορείς να την κλείσεις έξω από τα παντζούρια. Δεν θες κι όλας.
Τόση ένταση και πάθος νομίζω ότι κάτι με τρομοκρατία (sic) θα έχει να κάνει. Ή μήπως την πέσαν πάλι σε κανα ΑΤ, όπως χθες στην Ακρόπολη; Προφανώς κάποια επίθεση στην αστυνομία για να το έχουν πάρει τόσο προσωπικά. Ή κάτι πολύ σοβαρό.
Αρχίζω να έχω οπτικό πεδίο: Έχουν πιάσει έναν, είμαι μακριά το μόνο που καταλαβαίνω είναι ότι πρόκειται για αρσενικό. Είναι πολλοί οι μπάτσοι, τον σέρνουν, άλλος είναι πάνω σε μηχανάκι, άλλοι πεζή, τον σπρώχνουν, του φωνάζουν αλλά πάνε προς την άλλη μεριά, δεν βλέπω καλά, δεν καταλαβαίνω τι γίνεται, ένας είναι ρε παιδιά και σεις τόσοι πολλοί, δεν μπορείτε να τον συλλάβετε σαν... άνθρωποι; Όλα γίνονται γρήγορα, έχει συγκεντρωθεί κόσμος, ένας κύριος μεγάλης ηλικίας -κρίνοντας από τη φωνή- ουρλιάζει να σταματήσουν να τον βαράνε. Τρέχω κάτω. Από την απέναντι είσοδο βγαίνει ένας κύριος. Τι έγινε μου λέει; Δεν έχω ιδέα κι εγώ να δω πάω. Είμαστε νέοι γείτονες ε; Ναι Δάφνη – Μιχάλης, χάρηκα. Βλέπω κάποιους γνωστούς. Τι έγινε ρε παιδιά; Δεν ξέρουμε. Τι ήταν αυτοί οι κρότοι; Δεν ξέρουμε. Κατέβαιναν, λέει ένας δημοσιογράφος -τον ξέρω, αυτός δεν με καταλαβαίνει-, μηχανάκια με μαυροκόκκινες σημαίες ανάποδα την Χαριλάου Τρικούπη και τους κυνηγούσε αστυνομία. Πιάσανε τον έναν, τον ακινητοποίησαν στην άσφαλτο, του περάσαν χειροπέδες -έκαναν ένα μικρό γύρο θριάμβου με κλωτσοπατινάδα και έφυγαν, συνεχίζω εγώ το τέλος. Πυροβολισμοί ήταν σίγουρα λέει κι αυτός πάντως που δεν είναι κι ακριβώς του ευρύτερου χώρου. Από την άλλη μπάντα βρίσκεται δηλαδή.
Μέχρι να τα πούμε όλα αυτά, έρχεται ο δεύτερος. Ένας νεαρός, μακριά μαλλιά, τον κρατάνε 6- 7, δεν ξέρω, είναι κι άλλοι πίσω τους, άλλοι μπροστά τους συνοδεία. Φωνάζει ο κόσμος πού το πάτε το παιδί, τι σας έκανε. Γυρνάει ένας σε κυβικά γορίλα με οργισμένο μάτι «παιδί; παιδί τον λες αυτόν; πού να ήξερες τι έκανε». Συνεχίζουν πεζή κάτω στη Βουλγαροκτόνου και φεύγουν. Παίρνουν ένα μηχανάκι, κόκκινο, έξω από το ψιλικατζίδικο στη γωνία με Ζωοδόχου Πηγής ήταν. Προσπαθεί να το βάλει μπρος ένας μικρός μπάτσος, κάπου με την τρίτη το καταφέρνει. Απομακρύνονται και χάνονται. Και η απορία μένει: τέτοιο μένος τι διάολο κάνανε τα «παιδιά» που δεν πρέπει να τα λέμε παιδιά γιατί πού να ξέραμε τι έχουν κάνει;
Αρχίζει μια θειά να υπερασπίζεται τους μπάτσους και της την πέφτουν, λεκτικά. Δεν έχει άλλο νόημα, τέλειωσε η φάση εδώ. Πάμε σπίτι να δούμε τι ήταν όλο αυτό το σόου. Ποιους πιάσανε; Εναπομείναντες Πυρήνες; 17Ν; Αλ Κάιντα; Τι φάση; ΤΙ; ΜΗΧΑΝΟΚΙΝΗΤΗ ΑΝΤΙΦΑΣΙΣΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ; ΤΙ ΛΕΤΕ ΡΕ ΠΑΙΔΙΑ; Αισθάνομαι γελοία, σαχλή, είμαι χαζή, χαζή, χαζή. Έγινε λέει σύγκρουση αναρχικών, αντιεξουσιαστών, όπως θέλουνε ας τους πούμε, με χρυσαυγίτες, φασίστες, αλήτες, όπως θέλουμε θα τους πούμε, άλλοι θα τους πούνε απλώς κατοίκους. Και μετά την πέσανε στα παιδιά που δεν πρέπει να τα λέμε παιδιά γιατί πού να ξέραμε τι έχουν κάνει. Μάθαμε: αντιφασιστική μοτοπορεία στο κέντρο της πόλης και κυρίως εκεί που αλωνίζουν καθίκια κάθε μέρα, σφάζουν, μαχαιρώνουν, τρομοκρατούν, πουλάνε προστασία.
Φοβάμαι, φίλοι μου καλοί και σύντροφοι. Γιατί είχα δίκιο: Όντως τέτοιο μένος υπήρχε γιατί έγινε κάτι στην ίδια την αστυνομία. Έγινε στους χρυσαυγίτες. Έχουν πια αρχίσει να ταυτίζονται. Κάποιες μονάδες, αυτές οι από δ κυρίως, δεν μπορεί να ξεχωριστούν.
Φοβάμαι φίλοι μου καλοί και σύντροφοι. Γιατί την επομένη πιάσανε τους αλληλέγγυους σε αυτούς. Και τους δέρνουνε, ακόμη τώρα που μιλάμε, αλύπητα. Και λίγες μέρες πριν ο άλλος πήρε την καραμπίνα να πυροβολήσει «λαθρο»μετανάστες. Δεν τον έπιασαν τον φίλο με την καραμπίνα. Δεν τον έπιασαν παρότι ακόμη και κάμερα υπήρχε εκεί, τα είδαμε όλα καρέ καρέ. Όχι αυτός δεν είναι αλήτης. Αυτός μόνο να σκοτώσει πήγε.
Ζωή μαγική, φίλοι μου καλοί και σύντροφοι.
Σαμαράς και ΧΑ προχωράνε χέρι χέρι, καταλαμβάνουν τις πόλεις μας και μας λένε να πάμε στο ΑΤ ομόνοιας.
Τους άλλους τους έχουν στη ΓΑΔΑ και τους βαράνε. Επειδή υπάρχουν.
Και ετοιμάζονται να μας αφήσουν ξεβράκωτους με τα μέτρα που μας παίρνουν.
Κι όχι τίποτα άλλο είναι κι ο Μεϊμαράκης που γ...ει και δεν λέει να κυκλοφοράμε γυμνοί.
Κυρίως στην ψυχή.
------------------------------------------------------------------------------------------
Μπορούμε ρε, πάμε, με φόβο, όλοι μαζί, να τον σπάσουμε, να κρατηθούμε χέρι χέρι, να μην σπάσουμε εμείς ολότελα, λίγες στιγμές μπορεί, όπως την Παρασκευή, ένα κουρέλι, τίποτα δεν έκανα, μα και τι να είχα κάνει, έτσι ζω κάθε μέρα, στην ομόνοια δουλεύω, κάθε μέρα τα βλέπω, κάθε μέρα κάτι λέω, κάτι μου απαντάνε, τι άκρη να βγάλω, δεν ξέρω, δεν ξέρω, τίποτα δεν ξέρω, ανημποριά, αϋπνία, θέλω να ξεράσω, ελάχιστη δύναμη κι όμως πάμε χέρι χέρι και θα την βρούμε την άκρη γιατί δεν μπορεί ρε, δεν μπορεί να περάσει ο φασισμός.
Μιας που δεν έχω πρόχειρο έναν Mπρεχτ, πάρτε ένα στίχο που προέκυψε από μια αμήχανη παντρειά, χαζή, φαντάζομαι, θα πούνε οι γνώστες, σαν και μένα θα πω εγώ:
Κράτα το χέρι μου
και πάμε αστέρι μου,
δεν έχει αστέρια ο ουρανός
για όσους μετανιώνουν
Πηγή: Rednotebook
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου