Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε στην Αθήνα ένα νεαρό κορίτσι σαν όλα τα άλλα. Ένα πρωί κατέβηκε στο περίπτερο να πάρει καπνό κι αντί να γυρίσει σπίτι της να δει την ταινία που είχε αφήσει, αποφάσισε να πάρει το λεωφορείο για το κέντρο της πόλης.
Κατέβηκε στο τέρμα της γραμμής και κατευθύνθηκε προς την πλατεία Συντάγματος με αργά, νωχελικά βήματα παρατηρώντας τους ανθρώπους που περνούσαν από δίπλα της. Ανέβηκε τις σκάλες της πλατείας και στάθηκε λίγο ακίνητη να κοιτάξει εκείνο το κτήριο που έλεγαν Βουλή με τις περίεργες κρεμ αποχρώσεις γύρω από τα παράθυρα. Στάθηκε εκεί κάμποση ώρα όρθια κι ακίνητη. Δεν της έδωσε κανείς σημασία, μέχρι που πήρε να βραδιάζει και τότε αποφάσισε να γυρίσει σπίτι της.
Το επόμενο πρωί, σηκώθηκε, ντύθηκε, πήρε νερό και σνακ και κίνησε πάλι για το σημείο εκείνο όπου την προηγούμενη μέρα είχε μείνει ακίνητη να κοιτάζει το κτήριο με τα ανεξήγητης απόχρωσης παράθυρα. Κοιτούσε μοναχά προς την απέναντι πλευρά και δεν έδινε καθόλου σημασία στο τι γινόταν γύρω της καθώς και η ίδια ήταν απαρατήρητη στους περαστικούς. Έμεινε εκεί χωρίς να γυρίσει το βλέμμα της και μόλις συμπληρώθηκαν οχτώ ώρες πήρε πάλι τον δρόμο του γυρισμού.
Τα επόμενα πρωινά, με εξαίρεση τα Σάββατα και τις Κυριακές, το νεαρό κορίτσι ακολουθούσε ακριβώς την ίδια διαδικασία. Σηκωνόταν, ετοιμαζόταν, έπαιρνε τις προμήθειές της, ένα μαξιλάρι να κάθεται για λίγο άμα κουραζόταν από την ορθοστασία και πήγαινε ακριβώς μπροστά από τις σκάλες της πλατείας Συντάγματος να κοιτάζει το κτήριο της Βουλής. Οι περαστικοί συνέχιζαν να την αγνοούν μόνο που είχε γίνει αντιληπτή στους μόνιμους ανθρώπους της πλατείας. Οι περιπτεράδες άρχισαν να συζητάνε γι’ αυτό το παράξενο κορίτσι που κλείνει οχτάωρα να στέκεται και να κοιτάζει την Βουλή.
Είχε περάσει έτσι ένας μήνας που η κοπέλα στηνόταν εκεί και δεν άργησε να την ανακαλύψει ένα τηλεοπτικό συνεργείο που έκανε ρεπορτάζ στους δρόμους της πόλης. Ο δημοσιογράφος πήγε κοντά στο κορίτσι να του πιάσει την κουβέντα και να δει κυρίως αν ήταν όντως προβληματική και μειωμένης αντίληψης όπως την είχαν χαρακτηρίσει μερικοί.
-Καλησπέρα, κοπελιά.
-Καλησπέρα σας.
-Είμαι από την τηλεόραση. Θα σε πείραζε να μας μιλήσεις για λίγο;
-Καθόλου. Σας ακούω.
-Κάτοικοι και εργαζόμενοι της περιοχής λένε πως τον τελευταίο καιρό έρχεσαι εδώ τα πρωινά, στέκεσαι απέναντι από την Βουλή για ώρες και μετά φεύγεις. Θες να μας εξηγήσεις γιατί το κάνεις αυτό;
-Είναι η απάντησή μου στην τιμωρία μου.
-Τιμωρία για ποιο πράγμα; Πού έφταιξες;
-Δεν έχω ιδέα. Αλλά για να με τιμωρεί έτσι η χώρα που με μεγάλωσε, κάτι κακό θα έχω κάνει.
-Θες να πεις πώς αυτή σου η κίνηση είναι ένα είδος διαμαρτυρίας;
-Τι να σας πω. Δεν ήμουν ποτέ πολιτικό όν, δεν καταλαβαίνω από κόμματα και συστήματα, μόνο ξέρω πως ψάχνω μιαν απάντηση από αυτούς απέναντί μου. Και σκέφτηκα ότι όλα αυτά τα χρόνια στις πορείες οι άνθρωποι πηγαίνουν πάνω κάτω στους δρόμους κι ίσως γι’ αυτό οι αρμόδιοι να μη μπορούν να τους βρουν. Έτσι, αποφάσισα να σταθώ ακίνητη ώστε αν θελήσουν να με αναζητήσουν, να ξέρουν πού θα με βρουν. Ακριβώς απέναντί τους.
-Εσύ με τι ασχολείσαι;
-Όπως καταλαβαίνετε, είμαι άνεργη. Η δουλειά μου τον τελευταίο μήνα είναι να περιμένω απαντήσεις.
-Αντί να κάθεσαι όμως εδώ απέναντι κλείνοντας οχτάωρα, δεν θα έπρεπε να κυνηγήσεις κάποια δουλειά, αφού είσαι άνεργη όπως λες;
-Όταν ήμουν μικρή είχα την εντύπωση πως να έχεις δουλειά σημαίνει να παράγεις έργο και να αποζημιώνεσαι για τους κόπους σου. Αυτή η έννοια σήμερα έχει αλλάξει εντελώς κι αν δε μπορώ να αναγνωρίσω κάτι, τότε πώς θα το αναζητήσω; Άλλωστε, το δοκίμασα για πάνω από δύο χρόνια. Μου έλεγαν όλοι πως ήμουν άπειρη, κάτι που εγώ θεωρούσα πολύ καλό γιατί και το σύμπαν είναι άπειρο κι έχουμε τόσα να μάθουμε από αυτό.
-Σε αυτούς που θα σε κατηγορήσουν ότι είσαι άλλη μια τεμπέλα της νέας γενιάς που παραπονιέσαι χωρίς να κάνεις τίποτα ουσιαστικό, τι έχεις να πεις;
-Το όνομά μου είναι Κατερίνα, δουλεύω σαν αισθητικός και τώρα μου έγινε μείωση μισθού και ωραρίου απαιτώντας από μένα να ζω με 500 ευρώ.
Το όνομά μου είναι Μαρία και μαζί με τον αδερφό μου τον Γιώργο, ανοίγουμε το μαγαζί από τις εφτά το πρωί, κλείνουμε στις οχτώ το βράδυ και προσπαθούμε να ξεχρεώσουμε τα χρέη μας.
Το όνομά μου είναι Σοφία, είμαι καθηγήτρια σχεδόν τριάντα χρόνια και βλέπω τη σύνταξή μου να κάνει φτερά.
Το όνομά μου είναι Δημήτρης, είμαι 29 χρονών, ζω με την οικογένειά μου ενώ πολύ θα ήθελα να πιάσω ένα σπίτι μόνος μου. Ο μισθός μου φτάνει για ένα νοίκι και δύο παστίτσια το μήνα.
-Εσύ, όμως, δε μας λες ποια πραγματικά είσαι.
Το κορίτσι, τότε, έστριψε ένα τσιγάρο και πάτησε το κουμπί να συνεχίσει η ταινία που είχε αφήσει να παίζει. Από την οθόνη και τα ηχεία ακούστηκε «Μα εγώ, ως είμαι φτωχός, έχω μόνο τα όνειρά μου. Άπλωσα τα όνειρά μου στα πόδια σου. Περπάτα με βήματα απαλά γιατί πατάς τα όνειρά μου».
Κατέβηκε στο τέρμα της γραμμής και κατευθύνθηκε προς την πλατεία Συντάγματος με αργά, νωχελικά βήματα παρατηρώντας τους ανθρώπους που περνούσαν από δίπλα της. Ανέβηκε τις σκάλες της πλατείας και στάθηκε λίγο ακίνητη να κοιτάξει εκείνο το κτήριο που έλεγαν Βουλή με τις περίεργες κρεμ αποχρώσεις γύρω από τα παράθυρα. Στάθηκε εκεί κάμποση ώρα όρθια κι ακίνητη. Δεν της έδωσε κανείς σημασία, μέχρι που πήρε να βραδιάζει και τότε αποφάσισε να γυρίσει σπίτι της.
Το επόμενο πρωί, σηκώθηκε, ντύθηκε, πήρε νερό και σνακ και κίνησε πάλι για το σημείο εκείνο όπου την προηγούμενη μέρα είχε μείνει ακίνητη να κοιτάζει το κτήριο με τα ανεξήγητης απόχρωσης παράθυρα. Κοιτούσε μοναχά προς την απέναντι πλευρά και δεν έδινε καθόλου σημασία στο τι γινόταν γύρω της καθώς και η ίδια ήταν απαρατήρητη στους περαστικούς. Έμεινε εκεί χωρίς να γυρίσει το βλέμμα της και μόλις συμπληρώθηκαν οχτώ ώρες πήρε πάλι τον δρόμο του γυρισμού.
Τα επόμενα πρωινά, με εξαίρεση τα Σάββατα και τις Κυριακές, το νεαρό κορίτσι ακολουθούσε ακριβώς την ίδια διαδικασία. Σηκωνόταν, ετοιμαζόταν, έπαιρνε τις προμήθειές της, ένα μαξιλάρι να κάθεται για λίγο άμα κουραζόταν από την ορθοστασία και πήγαινε ακριβώς μπροστά από τις σκάλες της πλατείας Συντάγματος να κοιτάζει το κτήριο της Βουλής. Οι περαστικοί συνέχιζαν να την αγνοούν μόνο που είχε γίνει αντιληπτή στους μόνιμους ανθρώπους της πλατείας. Οι περιπτεράδες άρχισαν να συζητάνε γι’ αυτό το παράξενο κορίτσι που κλείνει οχτάωρα να στέκεται και να κοιτάζει την Βουλή.
Είχε περάσει έτσι ένας μήνας που η κοπέλα στηνόταν εκεί και δεν άργησε να την ανακαλύψει ένα τηλεοπτικό συνεργείο που έκανε ρεπορτάζ στους δρόμους της πόλης. Ο δημοσιογράφος πήγε κοντά στο κορίτσι να του πιάσει την κουβέντα και να δει κυρίως αν ήταν όντως προβληματική και μειωμένης αντίληψης όπως την είχαν χαρακτηρίσει μερικοί.
-Καλησπέρα, κοπελιά.
-Καλησπέρα σας.
-Είμαι από την τηλεόραση. Θα σε πείραζε να μας μιλήσεις για λίγο;
-Καθόλου. Σας ακούω.
-Κάτοικοι και εργαζόμενοι της περιοχής λένε πως τον τελευταίο καιρό έρχεσαι εδώ τα πρωινά, στέκεσαι απέναντι από την Βουλή για ώρες και μετά φεύγεις. Θες να μας εξηγήσεις γιατί το κάνεις αυτό;
-Είναι η απάντησή μου στην τιμωρία μου.
-Τιμωρία για ποιο πράγμα; Πού έφταιξες;
-Δεν έχω ιδέα. Αλλά για να με τιμωρεί έτσι η χώρα που με μεγάλωσε, κάτι κακό θα έχω κάνει.
-Θες να πεις πώς αυτή σου η κίνηση είναι ένα είδος διαμαρτυρίας;
-Τι να σας πω. Δεν ήμουν ποτέ πολιτικό όν, δεν καταλαβαίνω από κόμματα και συστήματα, μόνο ξέρω πως ψάχνω μιαν απάντηση από αυτούς απέναντί μου. Και σκέφτηκα ότι όλα αυτά τα χρόνια στις πορείες οι άνθρωποι πηγαίνουν πάνω κάτω στους δρόμους κι ίσως γι’ αυτό οι αρμόδιοι να μη μπορούν να τους βρουν. Έτσι, αποφάσισα να σταθώ ακίνητη ώστε αν θελήσουν να με αναζητήσουν, να ξέρουν πού θα με βρουν. Ακριβώς απέναντί τους.
-Εσύ με τι ασχολείσαι;
-Όπως καταλαβαίνετε, είμαι άνεργη. Η δουλειά μου τον τελευταίο μήνα είναι να περιμένω απαντήσεις.
-Αντί να κάθεσαι όμως εδώ απέναντι κλείνοντας οχτάωρα, δεν θα έπρεπε να κυνηγήσεις κάποια δουλειά, αφού είσαι άνεργη όπως λες;
-Όταν ήμουν μικρή είχα την εντύπωση πως να έχεις δουλειά σημαίνει να παράγεις έργο και να αποζημιώνεσαι για τους κόπους σου. Αυτή η έννοια σήμερα έχει αλλάξει εντελώς κι αν δε μπορώ να αναγνωρίσω κάτι, τότε πώς θα το αναζητήσω; Άλλωστε, το δοκίμασα για πάνω από δύο χρόνια. Μου έλεγαν όλοι πως ήμουν άπειρη, κάτι που εγώ θεωρούσα πολύ καλό γιατί και το σύμπαν είναι άπειρο κι έχουμε τόσα να μάθουμε από αυτό.
-Σε αυτούς που θα σε κατηγορήσουν ότι είσαι άλλη μια τεμπέλα της νέας γενιάς που παραπονιέσαι χωρίς να κάνεις τίποτα ουσιαστικό, τι έχεις να πεις;
-Το όνομά μου είναι Κατερίνα, δουλεύω σαν αισθητικός και τώρα μου έγινε μείωση μισθού και ωραρίου απαιτώντας από μένα να ζω με 500 ευρώ.
Το όνομά μου είναι Μαρία και μαζί με τον αδερφό μου τον Γιώργο, ανοίγουμε το μαγαζί από τις εφτά το πρωί, κλείνουμε στις οχτώ το βράδυ και προσπαθούμε να ξεχρεώσουμε τα χρέη μας.
Το όνομά μου είναι Σοφία, είμαι καθηγήτρια σχεδόν τριάντα χρόνια και βλέπω τη σύνταξή μου να κάνει φτερά.
Το όνομά μου είναι Δημήτρης, είμαι 29 χρονών, ζω με την οικογένειά μου ενώ πολύ θα ήθελα να πιάσω ένα σπίτι μόνος μου. Ο μισθός μου φτάνει για ένα νοίκι και δύο παστίτσια το μήνα.
-Εσύ, όμως, δε μας λες ποια πραγματικά είσαι.
-Α, εγώ; Είμαι απλά η Ελένη.
Οι άνθρωποι της τηλεόρασης μάζεψαν τον εξοπλισμό τους κι έφυγαν χασκογελώντας αφήνοντας πίσω τους το κορίτσι να κοιτάζει την Βουλή. Μετά από λίγο καιρό κι ενώ κανείς πέρα από τους ανθρώπους της πλατείας δεν είχε μάθει τίποτα γι’ αυτό το κορίτσι, δυο αστυνομικοί μετά από ανώνυμη κλήση μάζεψαν τη νεαρή και την έστειλαν πίσω στο σπίτι της.Το κορίτσι, τότε, έστριψε ένα τσιγάρο και πάτησε το κουμπί να συνεχίσει η ταινία που είχε αφήσει να παίζει. Από την οθόνη και τα ηχεία ακούστηκε «Μα εγώ, ως είμαι φτωχός, έχω μόνο τα όνειρά μου. Άπλωσα τα όνειρά μου στα πόδια σου. Περπάτα με βήματα απαλά γιατί πατάς τα όνειρά μου».
απο: protagon.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου