Ναι, είναι ένα μυστικό της ευζωίας αυτό.
Της αισιοδοξίας. Της ικανότητας να συνεχίζεις να ονειρεύεσαι, ως δυνατότητας που δεν επιτρέπεις σε κανέναν, μα κανέναν, να στην αφαιρέσει.
Πηγή του μυστικού η παιδική ψυχή, που η διατήρησή της και μόνο, μπορεί να μας κάνει να βλέπουμε τον κόσμο με άλλα μάτια.
Αυτό είναι ένα παιχνίδι που έκανα πάντα με τον εαυτό μου.
Να μπορώ να βλέπω τα ίδια πράγματα, τοπία, πόλεις, ανθρώπους, ατενίζοντάς τα κάθε φορά με ένα νέο βλέμμα, φρέσκο, πάντα μέσα από μία “διαφορετική οπτική γωνία”, κάθε φορά μέσα από μία νέα λογική, σα να τα αντίκριζα για πρώτη φορά.
Μοναστηράκι: Η Πλατεία.- Φωτο: Rachel Howard, Conde Nast Traveller.
Κι όμως: πώς είναι δυνατόν να μην σκέφτηκα ποτέ μέχρι τώρα να φωτογραφίσω και να κοντοσταθώ να δω το Μοναστηράκι από αυτή τη συγκεκριμένη γωνιά; …
Αυτές τις σκέψεις έκανα όταν αντίκρισα τη φωτογραφία αυτή.
Στην αρχή ξαφνιάστηκα. Σκέφτηκα: “Α! πού είναι αυτό;”. Είδα τη φωτό και, ειλικρινά, αρχικά δεν κατάλαβα ότι ήταν η πλατεία στο Μοναστηράκι. Ίσως να μπερδεύτηκα γιατί λίγο νωρίτερα σκάλιζα κάτι φωτογραφίες από την Ινδία, κάποια σημεία που πραγματικά θύμιζαν την οδό Αθηνάς.
Μάλιστα, ο λόφος της Ακρόπολης με την πρώτη βιαστική ματιά, μου φάνηκε σαν βουνό.
Η “άκρη του ματιού” έτσι “τσίμπησε” το θέμα.
Όλα αυτά μέσα από ένα άρθρο που πέτυχα, μπαίνοντας από το “dashboard” , σε ένα site που δε θα έλεγα ότι έχει κάποια ιδιαίτερη σχέση με τα ενδιαφέροντα και τις ανησυχίες μου. Συνηθισμένος, όμως, να “χώνομαι” παντού, έτσι σαν περιπέτεια, να δω που θα με βγάλει, μπούκαρα κι εκεί. Σερφάροντας ανάμεσα σε εξώφυλλα παλιών περιοδικών που κάποια θύμιζαν την παιδική μου ηλικία (μην πω κι εκείνη της μάνας μου ακόμα, κάποια από αυτά), πέτυχα αυτή τη φωτό-ευχάριστη έκπληξη.
Όχι, το ξέρω, δεν έχει κάτι το ιδιαίτερο. Ιδιαίτερες, όμως, (για μένα) ήταν οι σκέψεις που με οδήγησε.
Και το ξάφνιασμα που μου προκάλεσε.
Ίσως επειδή πάντα με κούραζε αυτή η πόλη. Δεν μου πήγαινε, δεν ξέρω. Πάντα την κοπανούσα μακριά.
Τα βρισίδια που έχει φάει η πόλη αυτή από εμένα προσωπικά, δεν περιγράφονται.
Θα μου πει κάποιος, βέβαια: “και τι σου φταίει η πόλη;”.
Το ξέρω. Η πόλη δεν φταίει. Φταίνε όλοι αυτοί που την κατέστρεψαν.
Και το αποτέλεσμα; Πού βρίσκονται τώρα;
Ναι, ξέρω: “βλέπουν τα ραδίκια ανάποδα”.
Στα “θυμαράκια”.
Καλά έζησαν αυτοί στις γειτονιές τους, στις αυλές με το αγιόκλημα και το γιασεμί,
ενώ μπάζωναν αργότερα κάθε γωνιά και γέμιζαν τις τσέπες τους με χρήμα.
Κι όχι τίποτ΄άλλο, τους είπαν και “μπράβο”.
Τους έδωσαν και “θρόνους” για να κάθονται πιο αναπαυτικά και τους έχρισαν και ηγέτες.
Έτρεχε κόσμος και λαός πίσω τους και τους προσκυνούσε.
Λαοπλημμύρες για τους ηγέτες…
Έμειναν και στην Ιστορία. Με χρυσά γράμματα γράφτηκαν τα κατορθώματά τους.
Για να σκαλίζουμε εμείς σήμερα, ν΄ανακαλύπτουμε και να βγαίνουν στη φόρα οι βρωμιές τους.
Κι άφησαν και κληρονόμους πίσω τους, ονόματα και τζάκια, για να δυσκολεύουν τη ζωή μας εσαεί.
Μισητοί άνθρωποι. Σιχαμένοι όλοι τους.
Τους βλέπεις κι ενώ θες να τους φτύσεις, σκέφτεσαι:”πώς κατάντησαν έτσι όλοι αυτοί; Δεν είχαν όνειρα;
Ψυχή; Πώς μπόρεσαν να τα πατήσουν όλα; Για το χρήμα; Τη χλιδή; Ένα αξίωμα; Μια καρέκλα; Την εξουσία;”
Την εξουσία τους μέσα… Σιχαμένα υποκείμενα…
Υποκείμενα…
Μα ήθελε ο κόσμος να φάει ψωμάκι. Πεινούσε ο κόσμος τότε.
Τί να έκανε;
Ένα κομμάτι ψωμί, ένα μεροκάματο, ένα κεραμίδι, μια στέγη να μπει μέσα, αυτός,τα παιδιά του, μια ζεστή γωνιά…
Κι εκείνοι το εκμεταλλεύτηκαν.
Κι άφησαν να χτιστεί, να δημιουργηθεί αυτό το έκτρωμα.
Κατέστρεψαν όλες τις όμορφες γωνιές της πόλης, ότι την χαρακτήριζε…
Έκοψαν τα δέντρα της, την κατέκαψαν, διέφθειραν τους ανθρώπους της…
Γύρισα κι έψαχνα να βρω τους καλοσυνάτους γείτονες.
Αντί γι΄αυτούς, όπου και να κοίταζα, έβλεπα γύρω μου ξιπασμένους νεόπλουτους ξενομπάτες.
Κάποιους από αυτούς, ούτε και σήμερα τους λυπάμαι.
Ναι, δεν ντρέπομαι να το πω: δεν τους λυπάμαι.
Θυμάμαι πως με κοίταζαν, με λύπηση, μέσα από το ακριβό τζίπ τους, 4Χ4,
όταν έμπαινα μέσα στο λεωφορείο ή το μετρό.
Ήμουν ένας παρακατιανός, αφού δεν συμπεριφερόμουν όπως αυτοί…
Δεν είχα αυτοκίνητο τελευταίο μοντέλο που μπορούσε να χωρέσει 10 άτομα και ν΄ανέβει τον Παρνασσό με μια αναπνοή, δεν φορούσα παντελόνι ή μπουφάν της τάδε μάρκας ή του τάδε σχεδιαστή…
Έπαθα σοκ τότε. Δεν αναγνώριζα την πόλη που γεννήθηκα και τους ανθρώπους γύρω μου.
Ποιοί ήταν όλοι αυτοί;
Πότε έγινε όλο αυτό;
Έλειψα τόσο πολύ;
Πότε έγινε όλη αυτή η αλλαγή;
Έλειψα πολύ μάλλον…
Πάντα με κούραζε αυτή η πόλη.
Μα, πάντα.
Πάντα την κοπανούσα μακριά.
Μετρούσα τις μέρες, τις ώρες, τα λεπτά για να φύγω.
Τις τσάντες με τα πράγματά μου δεν τις άνοιγα ποτέ. Τις άφηνα κλειστές, έτσι, με τα πράγματα μέσα,
για να μπορώ να φύγω το γρηγορότερο δυνατό.
Θα μου έπαιρνε χρόνο να φτιάξω το σάκο μου.
Ήθελα να είναι έτοιμος ανά πάσα στιγμή, για να μπορώ να την κοπανήσω.
Χωρίς σκέψη.
Όποτε, όμως, παρέμενα (αναγκαστικά, συνήθως), προσπαθούσα να διακρίνω μικρές ομορφιές μέσα στις ασχήμιες της.
Θετικά μέσα στα αρνητικά της.
Λέω να την “παλέψω’” λίγο ακόμη. Ξέρω ΄γω… ίσως καταφέρω ν΄ανακαλύψω κάτι καινούριο.
Να δω πού θα με βγάλει.
Δεν είναι, όμως, για μένα πια η ίδια πόλη.
Σίγουρα, δεν έχει καμία σχέση με την πόλη που περπατώντας παιδάκι με τη μάνα μου στα στενά της Ευριπίδου, της Αιόλου, της Μητροπόλεως, ψάχναμε να βρούμε υφάσματα και κουμπιά για κάποιο φόρεμά της.
Στην Αγίας Ειρήνης…
Στο “Μαμ” για μπουγάτσα και στο Μινιόν για τον Άη-Βασίλη ή τη Χιονάτη.
Όχι, καμία σχέση.
Ούτε είναι οι ίδιες οι ξάπλες στο Μουσείο και τα ξεπορτίσματα στο “Paddy’s” και στην Πλατεία.
Και πάλι ήταν διαφορετικά, αργότερα, όταν μας έκαιγαν τα πρωτόγνωρα Λαχματζούν, τη γλώσσα, ενώ κάποιες άλλες μέρες “καίγονταν” τα μάτια μας απ΄τα δακρυγόνα που σκάγανε τριγύρω.
“‘Εβαλες και το σύρτη για να μην μπουκάρουν μέσα;” “Ναι, έχω κλείσει καλά. Κανένα πρόβλημα”.
“Πάλι με λάμπες πετρελαίου, γαμώτο… Μας έκοψαν το ρεύμα… Και κάνει και ψόφο… Μας θέλουν να πάμε από ΄κει.
Βρήκαν την κατασκευή που είχαμε κάνει στη σύνδεση…”
Ορίστε, ρε γαμώτο οι άλλοι στην Αμαλίας την κράτησαν την Κατάληψη. Σ’ εμάς; Τί έγινε και τα διέλυσαν όλα νωρίτερα; Λείπαμε όλοι; Μα δεν είχε μείνει κανείς να “κρατήσει”; Ποιοί ήταν οι τελευταίοι μέσα;
Και τα έργα μου… Πού να βρίσκονται άραγε; Σε κάποιο εργαστήρι; Πετάχτηκαν με τα μπάζα; Πώς έγινε;
Θέλω να ξέρω;
Γαμώτο, μου ‘χε ξεμείνει κι “Ο τσελεμεντές” μέσα. Και μου ‘χε βγει το λάδι να τον βρω τότε.
Είχε, λέει, “εξαντληθεί”…
Καμία σχέση. Μια άλλη πόλη πια.
Όπως οι ξένες πόλεις που κυνηγούσαμε.
Βέβαια, έπρεπε να περάσουν 20 ολόκληρα χρόνια για να γίνει αυτό.
Τώρα, αυτό είναι καλό;
Εννοώ, έτσι όπως διαμορφώθηκε, τελικά.
Δεν ξέρω.
Ή διαμορφώνεται ακόμα;
Μάλλον.
Θα δείξει.
Αλλά, πολύ μεγάλη, βρε παιδί μου. Κουράζει.
Θέλω να πάω να δω τη Σοφία κι έχω κόψει, γιατί πρέπει να ταξιδεύω 2 ώρες για να φτάσω στο σπίτι της.
Και μετά, πρέπει να κάτσω κι εκεί το βράδυ. Αλλιώς, πώς θα γυρίσω πίσω;
Η συγκοινωνία θα σταματάει στις 9…
Θα μπορούσε να ήταν αλλιώς.
Το ξέρω. Θα μπορούσε να ήταν αλλιώς.
Μα πώς να είναι αλλιώς, αφού όταν έπρεπε να φτιαχτεί,
κάποιοι μαλάκες τα έβαζαν στις τσέπες τους;
Ορίστε τώρα. Τραβάμε εμείς το λούκι για όλους αυτούς τους μαλάκες.
Κατάλαβες;
Έτσι έχουν τα πράγματα.
Έτσι ήταν πάντα.
Λες να καταφέρουμε ποτέ να τ΄αλλάξουμε;
Γιατί να μην χαμογελούν οι άνθρωποι σ΄αυτή την πόλη, όπως αλλού;
Που αλλού, δηλαδή; Τί εννοείς;
Χαμογελούν, ας πούμε στο Κάιρο ή στη Νιγηρία ή στη Ρουάντα, που τους ρουφούσαν πάντα το αίμα;
Αυτό εννοείς;
… … …
Πάντως, μαζί θα πεθάνουμε.
Χαχαχα.
“Πλούσιοι” & ”φτωχοί” στο ίδιο καζάνι.
Η ρύπανση που δημιούργησαν όλοι αυτοί οι άχρηστοι στην πόλη, με τις βιομηχανίες, τα μπαζώματα και τις βρωμιές τους,
φτάνει παντού.
Και στη Φιλοθέη. Και στην Εκάλη.
Τ΄αναπνέουν κι αυτοί.
Όσο κι αν κλείνουν τα παράθυρα και βάζουν κλιματιστικό.
Πάει παντού, σου λέω.
Δεν σεβάστηκαν, δηλαδή, ούτε τον ίδιο τους τον εαυτό.
Ούτε τα παιδιά τους.
Καλά, εμάς τους υπόλοιπους, εννοείται ότι δεν μας σεβάστηκαν.
Η χαμηλή παιδεία τους το απέτρεψε κι αυτό.
Χαμηλή;
Στα Κολέγια;
Ποιά Κολέγια…
Τα κομματικά μετερίζια ήταν το θέμα.
Ποιά Κολλέγια.
Ποιός πατούσε εκεί. Οι γνωριμίες ήταν αυτές που μετρούσαν.
Όχι η γνώση.
Οι γνωριμίες, κύριε.
Για τα πόστα.
Και μετά;
Πώς να δημιουργήσεις σε μια πόλη,
έναν τόπο,
όταν δεν έχεις φαντασία και γνώση;
Τότε, δεν δημιουργείς.
Απλώς καταστρέφεις.
Δεν χρειάζεται να κάψεις για να καταστρέψεις.
Μπορείς να καταστρέψεις και μέσα από την ίδια τη δημιουργία.
Όταν αυτή δεν είναι αυθεντική.
Όταν είναι πρόχειρη.
Και δεν σέβεται.
Κανέναν και τίποτα.
Και να ‘μαι πάλι.
Στην κατεστραμμένη πόλη μου,
μία φορά ακόμη,
να πρέπει και πάλι να προσπαθήσω να τη δω με άλλη ματιά.
Να διακρίνω την ομορφιά μέσα στην ασχήμια.
Σε συνθήκες πιο δύσκολες από ποτέ.
Λέω να προσπαθήσω πάλι….
Και βλέπουμε…
Τα πράγματά μου, πάντως, θα τα αφήσω μέσα στις τσάντες.
Αν δεν παλεύεται, να μπορώ να την κοπανήσω.
Με την πρώτη ευκαιρία.
Πάλι καλά που πέτυχα κι αυτή τη φωτό με το Μοναστηράκι
και μου έδωσε ιδέες.
Μπορεί να παίζει και να παλεύεται το θέμα.
Ίσως.
Σα να ήταν η πρώτη φορά.
Σα να ήταν μια άλλη πόλη.
Με μια άλλη ματιά.
Της αισιοδοξίας. Της ικανότητας να συνεχίζεις να ονειρεύεσαι, ως δυνατότητας που δεν επιτρέπεις σε κανέναν, μα κανέναν, να στην αφαιρέσει.
Πηγή του μυστικού η παιδική ψυχή, που η διατήρησή της και μόνο, μπορεί να μας κάνει να βλέπουμε τον κόσμο με άλλα μάτια.
Αυτό είναι ένα παιχνίδι που έκανα πάντα με τον εαυτό μου.
Να μπορώ να βλέπω τα ίδια πράγματα, τοπία, πόλεις, ανθρώπους, ατενίζοντάς τα κάθε φορά με ένα νέο βλέμμα, φρέσκο, πάντα μέσα από μία “διαφορετική οπτική γωνία”, κάθε φορά μέσα από μία νέα λογική, σα να τα αντίκριζα για πρώτη φορά.
Μοναστηράκι: Η Πλατεία.- Φωτο: Rachel Howard, Conde Nast Traveller.
Κι όμως: πώς είναι δυνατόν να μην σκέφτηκα ποτέ μέχρι τώρα να φωτογραφίσω και να κοντοσταθώ να δω το Μοναστηράκι από αυτή τη συγκεκριμένη γωνιά; …
Αυτές τις σκέψεις έκανα όταν αντίκρισα τη φωτογραφία αυτή.
Στην αρχή ξαφνιάστηκα. Σκέφτηκα: “Α! πού είναι αυτό;”. Είδα τη φωτό και, ειλικρινά, αρχικά δεν κατάλαβα ότι ήταν η πλατεία στο Μοναστηράκι. Ίσως να μπερδεύτηκα γιατί λίγο νωρίτερα σκάλιζα κάτι φωτογραφίες από την Ινδία, κάποια σημεία που πραγματικά θύμιζαν την οδό Αθηνάς.
Μάλιστα, ο λόφος της Ακρόπολης με την πρώτη βιαστική ματιά, μου φάνηκε σαν βουνό.
Η “άκρη του ματιού” έτσι “τσίμπησε” το θέμα.
Όλα αυτά μέσα από ένα άρθρο που πέτυχα, μπαίνοντας από το “dashboard” , σε ένα site που δε θα έλεγα ότι έχει κάποια ιδιαίτερη σχέση με τα ενδιαφέροντα και τις ανησυχίες μου. Συνηθισμένος, όμως, να “χώνομαι” παντού, έτσι σαν περιπέτεια, να δω που θα με βγάλει, μπούκαρα κι εκεί. Σερφάροντας ανάμεσα σε εξώφυλλα παλιών περιοδικών που κάποια θύμιζαν την παιδική μου ηλικία (μην πω κι εκείνη της μάνας μου ακόμα, κάποια από αυτά), πέτυχα αυτή τη φωτό-ευχάριστη έκπληξη.
Όχι, το ξέρω, δεν έχει κάτι το ιδιαίτερο. Ιδιαίτερες, όμως, (για μένα) ήταν οι σκέψεις που με οδήγησε.
Και το ξάφνιασμα που μου προκάλεσε.
Ίσως επειδή πάντα με κούραζε αυτή η πόλη. Δεν μου πήγαινε, δεν ξέρω. Πάντα την κοπανούσα μακριά.
Τα βρισίδια που έχει φάει η πόλη αυτή από εμένα προσωπικά, δεν περιγράφονται.
Θα μου πει κάποιος, βέβαια: “και τι σου φταίει η πόλη;”.
Το ξέρω. Η πόλη δεν φταίει. Φταίνε όλοι αυτοί που την κατέστρεψαν.
Και το αποτέλεσμα; Πού βρίσκονται τώρα;
Ναι, ξέρω: “βλέπουν τα ραδίκια ανάποδα”.
Στα “θυμαράκια”.
Καλά έζησαν αυτοί στις γειτονιές τους, στις αυλές με το αγιόκλημα και το γιασεμί,
ενώ μπάζωναν αργότερα κάθε γωνιά και γέμιζαν τις τσέπες τους με χρήμα.
Κι όχι τίποτ΄άλλο, τους είπαν και “μπράβο”.
Τους έδωσαν και “θρόνους” για να κάθονται πιο αναπαυτικά και τους έχρισαν και ηγέτες.
Έτρεχε κόσμος και λαός πίσω τους και τους προσκυνούσε.
Λαοπλημμύρες για τους ηγέτες…
Έμειναν και στην Ιστορία. Με χρυσά γράμματα γράφτηκαν τα κατορθώματά τους.
Για να σκαλίζουμε εμείς σήμερα, ν΄ανακαλύπτουμε και να βγαίνουν στη φόρα οι βρωμιές τους.
Κι άφησαν και κληρονόμους πίσω τους, ονόματα και τζάκια, για να δυσκολεύουν τη ζωή μας εσαεί.
Μισητοί άνθρωποι. Σιχαμένοι όλοι τους.
Τους βλέπεις κι ενώ θες να τους φτύσεις, σκέφτεσαι:”πώς κατάντησαν έτσι όλοι αυτοί; Δεν είχαν όνειρα;
Ψυχή; Πώς μπόρεσαν να τα πατήσουν όλα; Για το χρήμα; Τη χλιδή; Ένα αξίωμα; Μια καρέκλα; Την εξουσία;”
Την εξουσία τους μέσα… Σιχαμένα υποκείμενα…
Υποκείμενα…
Μα ήθελε ο κόσμος να φάει ψωμάκι. Πεινούσε ο κόσμος τότε.
Τί να έκανε;
Ένα κομμάτι ψωμί, ένα μεροκάματο, ένα κεραμίδι, μια στέγη να μπει μέσα, αυτός,τα παιδιά του, μια ζεστή γωνιά…
Κι εκείνοι το εκμεταλλεύτηκαν.
Κι άφησαν να χτιστεί, να δημιουργηθεί αυτό το έκτρωμα.
Κατέστρεψαν όλες τις όμορφες γωνιές της πόλης, ότι την χαρακτήριζε…
Έκοψαν τα δέντρα της, την κατέκαψαν, διέφθειραν τους ανθρώπους της…
Γύρισα κι έψαχνα να βρω τους καλοσυνάτους γείτονες.
Αντί γι΄αυτούς, όπου και να κοίταζα, έβλεπα γύρω μου ξιπασμένους νεόπλουτους ξενομπάτες.
Κάποιους από αυτούς, ούτε και σήμερα τους λυπάμαι.
Ναι, δεν ντρέπομαι να το πω: δεν τους λυπάμαι.
Θυμάμαι πως με κοίταζαν, με λύπηση, μέσα από το ακριβό τζίπ τους, 4Χ4,
όταν έμπαινα μέσα στο λεωφορείο ή το μετρό.
Ήμουν ένας παρακατιανός, αφού δεν συμπεριφερόμουν όπως αυτοί…
Δεν είχα αυτοκίνητο τελευταίο μοντέλο που μπορούσε να χωρέσει 10 άτομα και ν΄ανέβει τον Παρνασσό με μια αναπνοή, δεν φορούσα παντελόνι ή μπουφάν της τάδε μάρκας ή του τάδε σχεδιαστή…
Έπαθα σοκ τότε. Δεν αναγνώριζα την πόλη που γεννήθηκα και τους ανθρώπους γύρω μου.
Ποιοί ήταν όλοι αυτοί;
Πότε έγινε όλο αυτό;
Έλειψα τόσο πολύ;
Πότε έγινε όλη αυτή η αλλαγή;
Έλειψα πολύ μάλλον…
Πάντα με κούραζε αυτή η πόλη.
Μα, πάντα.
Πάντα την κοπανούσα μακριά.
Μετρούσα τις μέρες, τις ώρες, τα λεπτά για να φύγω.
Τις τσάντες με τα πράγματά μου δεν τις άνοιγα ποτέ. Τις άφηνα κλειστές, έτσι, με τα πράγματα μέσα,
για να μπορώ να φύγω το γρηγορότερο δυνατό.
Θα μου έπαιρνε χρόνο να φτιάξω το σάκο μου.
Ήθελα να είναι έτοιμος ανά πάσα στιγμή, για να μπορώ να την κοπανήσω.
Χωρίς σκέψη.
Όποτε, όμως, παρέμενα (αναγκαστικά, συνήθως), προσπαθούσα να διακρίνω μικρές ομορφιές μέσα στις ασχήμιες της.
Θετικά μέσα στα αρνητικά της.
Λέω να την “παλέψω’” λίγο ακόμη. Ξέρω ΄γω… ίσως καταφέρω ν΄ανακαλύψω κάτι καινούριο.
Να δω πού θα με βγάλει.
Δεν είναι, όμως, για μένα πια η ίδια πόλη.
Σίγουρα, δεν έχει καμία σχέση με την πόλη που περπατώντας παιδάκι με τη μάνα μου στα στενά της Ευριπίδου, της Αιόλου, της Μητροπόλεως, ψάχναμε να βρούμε υφάσματα και κουμπιά για κάποιο φόρεμά της.
Στην Αγίας Ειρήνης…
Στο “Μαμ” για μπουγάτσα και στο Μινιόν για τον Άη-Βασίλη ή τη Χιονάτη.
Όχι, καμία σχέση.
Ούτε είναι οι ίδιες οι ξάπλες στο Μουσείο και τα ξεπορτίσματα στο “Paddy’s” και στην Πλατεία.
Και πάλι ήταν διαφορετικά, αργότερα, όταν μας έκαιγαν τα πρωτόγνωρα Λαχματζούν, τη γλώσσα, ενώ κάποιες άλλες μέρες “καίγονταν” τα μάτια μας απ΄τα δακρυγόνα που σκάγανε τριγύρω.
“‘Εβαλες και το σύρτη για να μην μπουκάρουν μέσα;” “Ναι, έχω κλείσει καλά. Κανένα πρόβλημα”.
“Πάλι με λάμπες πετρελαίου, γαμώτο… Μας έκοψαν το ρεύμα… Και κάνει και ψόφο… Μας θέλουν να πάμε από ΄κει.
Βρήκαν την κατασκευή που είχαμε κάνει στη σύνδεση…”
Ορίστε, ρε γαμώτο οι άλλοι στην Αμαλίας την κράτησαν την Κατάληψη. Σ’ εμάς; Τί έγινε και τα διέλυσαν όλα νωρίτερα; Λείπαμε όλοι; Μα δεν είχε μείνει κανείς να “κρατήσει”; Ποιοί ήταν οι τελευταίοι μέσα;
Και τα έργα μου… Πού να βρίσκονται άραγε; Σε κάποιο εργαστήρι; Πετάχτηκαν με τα μπάζα; Πώς έγινε;
Θέλω να ξέρω;
Γαμώτο, μου ‘χε ξεμείνει κι “Ο τσελεμεντές” μέσα. Και μου ‘χε βγει το λάδι να τον βρω τότε.
Είχε, λέει, “εξαντληθεί”…
Καμία σχέση. Μια άλλη πόλη πια.
Όπως οι ξένες πόλεις που κυνηγούσαμε.
Βέβαια, έπρεπε να περάσουν 20 ολόκληρα χρόνια για να γίνει αυτό.
Τώρα, αυτό είναι καλό;
Εννοώ, έτσι όπως διαμορφώθηκε, τελικά.
Δεν ξέρω.
Ή διαμορφώνεται ακόμα;
Μάλλον.
Θα δείξει.
Αλλά, πολύ μεγάλη, βρε παιδί μου. Κουράζει.
Θέλω να πάω να δω τη Σοφία κι έχω κόψει, γιατί πρέπει να ταξιδεύω 2 ώρες για να φτάσω στο σπίτι της.
Και μετά, πρέπει να κάτσω κι εκεί το βράδυ. Αλλιώς, πώς θα γυρίσω πίσω;
Η συγκοινωνία θα σταματάει στις 9…
Θα μπορούσε να ήταν αλλιώς.
Το ξέρω. Θα μπορούσε να ήταν αλλιώς.
Μα πώς να είναι αλλιώς, αφού όταν έπρεπε να φτιαχτεί,
κάποιοι μαλάκες τα έβαζαν στις τσέπες τους;
Ορίστε τώρα. Τραβάμε εμείς το λούκι για όλους αυτούς τους μαλάκες.
Κατάλαβες;
Έτσι έχουν τα πράγματα.
Έτσι ήταν πάντα.
Λες να καταφέρουμε ποτέ να τ΄αλλάξουμε;
Γιατί να μην χαμογελούν οι άνθρωποι σ΄αυτή την πόλη, όπως αλλού;
Που αλλού, δηλαδή; Τί εννοείς;
Χαμογελούν, ας πούμε στο Κάιρο ή στη Νιγηρία ή στη Ρουάντα, που τους ρουφούσαν πάντα το αίμα;
Αυτό εννοείς;
… … …
Πάντως, μαζί θα πεθάνουμε.
Χαχαχα.
“Πλούσιοι” & ”φτωχοί” στο ίδιο καζάνι.
Η ρύπανση που δημιούργησαν όλοι αυτοί οι άχρηστοι στην πόλη, με τις βιομηχανίες, τα μπαζώματα και τις βρωμιές τους,
φτάνει παντού.
Και στη Φιλοθέη. Και στην Εκάλη.
Τ΄αναπνέουν κι αυτοί.
Όσο κι αν κλείνουν τα παράθυρα και βάζουν κλιματιστικό.
Πάει παντού, σου λέω.
Δεν σεβάστηκαν, δηλαδή, ούτε τον ίδιο τους τον εαυτό.
Ούτε τα παιδιά τους.
Καλά, εμάς τους υπόλοιπους, εννοείται ότι δεν μας σεβάστηκαν.
Η χαμηλή παιδεία τους το απέτρεψε κι αυτό.
Χαμηλή;
Στα Κολέγια;
Ποιά Κολέγια…
Τα κομματικά μετερίζια ήταν το θέμα.
Ποιά Κολλέγια.
Ποιός πατούσε εκεί. Οι γνωριμίες ήταν αυτές που μετρούσαν.
Όχι η γνώση.
Οι γνωριμίες, κύριε.
Για τα πόστα.
Και μετά;
Πώς να δημιουργήσεις σε μια πόλη,
έναν τόπο,
όταν δεν έχεις φαντασία και γνώση;
Τότε, δεν δημιουργείς.
Απλώς καταστρέφεις.
Δεν χρειάζεται να κάψεις για να καταστρέψεις.
Μπορείς να καταστρέψεις και μέσα από την ίδια τη δημιουργία.
Όταν αυτή δεν είναι αυθεντική.
Όταν είναι πρόχειρη.
Και δεν σέβεται.
Κανέναν και τίποτα.
Και να ‘μαι πάλι.
Στην κατεστραμμένη πόλη μου,
μία φορά ακόμη,
να πρέπει και πάλι να προσπαθήσω να τη δω με άλλη ματιά.
Να διακρίνω την ομορφιά μέσα στην ασχήμια.
Σε συνθήκες πιο δύσκολες από ποτέ.
Λέω να προσπαθήσω πάλι….
Και βλέπουμε…
Τα πράγματά μου, πάντως, θα τα αφήσω μέσα στις τσάντες.
Αν δεν παλεύεται, να μπορώ να την κοπανήσω.
Με την πρώτη ευκαιρία.
Πάλι καλά που πέτυχα κι αυτή τη φωτό με το Μοναστηράκι
και μου έδωσε ιδέες.
Μπορεί να παίζει και να παλεύεται το θέμα.
Ίσως.
Σα να ήταν η πρώτη φορά.
Σα να ήταν μια άλλη πόλη.
Με μια άλλη ματιά.
Εκπληκτικό αποτύπωμα ψυχής....! πραγματικά....!
ΑπάντησηΔιαγραφή