του Σπύρου Παπαδόπουλου (“Bυτίου”)
Έγραφε πριν λίγους μήνες ο Ν. Ξυδάκης στην Καθημερινή: «Εφόσον γράφεις δημοσίως, οφείλεις πάραυτα να αφηγηθείς την κρίση: πώς επελαύνει και μορφοποιείται σταδιακά ως μόνιμο χαρακτηριστικό του βίου, πώς αλλάζει την πολιτική ατζέντα, πώς αλλάζει τις εννοιολογήσεις, πώς κλονίζει τις βεβαιότητες, πώς πυροδοτεί παθιασμένες ή απελπισμένες συζητήσεις, ακόμη και πώς διαιρεί παρέες και ανθρώπινα σύνολα».
Τρεις μήνες μετά, το ερώτημα («πώς γράφουμε για την κρίση;») μεταβάλλεται, αλλάζει και αγγίζει τον πυρήνα της περίφημης καθημερινότητας. Πώς ζούμε στην κρίση;
Αριστεροί, αριστεριστές και ανένταχτοι συμπαθούντες, βρίσκονται μπροστά στους πιο ιλιγγιώδεις γκρεμούς. Τα νούμερα είναι αμείλικτα. Ο αριθμός των ανέργων, των φτωχών, των άστεγων.
Ειδήσεις για απολυμένους, για γονείς που αφήνουν τα παιδιά τους σε ιδρύματα και νοσοκομεία γιατί δεν μπορούν να τα φροντίσουν, για αυτοκτονίες. Η πραγματικότητα είναι ακόμη πιο αμείλικτη. Δυσκολεύεσαι να περπατήσεις στο κέντρο. Όχι γιατί φοβάσαι ίσως, όχι γιατί κινδυνεύεις ίσως, αλλά γιατί κάθε βόλτα πια αποβαίνει αφόρητη. Στο Πανεπιστήμιο, χυμένοι άνθρωποι ανάμεσα στα σκαλιά. Σφιγμένα μπράτσα με λάστιχο. Πόδια που έχουν αφεθεί στο έλεος κάποιας παλιάς πληγής. Άστεγοι ξαπλωμένοι σε στενά πεζοδρόμια, μισοκοιμισμένοι ή μισολιπόθυμοι, με απλωμένο το χέρι. Παιδιά κοιμούνται στην Ακαδημίας. Και πέρα απ’ τα προφανή δράματα. Στα τραπέζια μετριόμαστε να δούμε πόσοι ψάχνουν για δουλειά. Ύστερα πόσοι είναι ανασφάλιστοι. Στο τέλος πόσοι είναι καλά.
Ειδήσεις για απολυμένους, για γονείς που αφήνουν τα παιδιά τους σε ιδρύματα και νοσοκομεία γιατί δεν μπορούν να τα φροντίσουν, για αυτοκτονίες. Η πραγματικότητα είναι ακόμη πιο αμείλικτη. Δυσκολεύεσαι να περπατήσεις στο κέντρο. Όχι γιατί φοβάσαι ίσως, όχι γιατί κινδυνεύεις ίσως, αλλά γιατί κάθε βόλτα πια αποβαίνει αφόρητη. Στο Πανεπιστήμιο, χυμένοι άνθρωποι ανάμεσα στα σκαλιά. Σφιγμένα μπράτσα με λάστιχο. Πόδια που έχουν αφεθεί στο έλεος κάποιας παλιάς πληγής. Άστεγοι ξαπλωμένοι σε στενά πεζοδρόμια, μισοκοιμισμένοι ή μισολιπόθυμοι, με απλωμένο το χέρι. Παιδιά κοιμούνται στην Ακαδημίας. Και πέρα απ’ τα προφανή δράματα. Στα τραπέζια μετριόμαστε να δούμε πόσοι ψάχνουν για δουλειά. Ύστερα πόσοι είναι ανασφάλιστοι. Στο τέλος πόσοι είναι καλά.
Διστάζω να διαβάσω Μιχάλη Κατσαρό. Στην πραγματικότητα, «παραμένω εν πλήρη συγχύσει ένοχος». Σφαλιάρες πέφτουν με φόρα χιλιάδων χιλιομέτρων στα πρόσωπά μας. Πόσα πενηντάλεπτα να δώσεις; Σε πόσες κινήσεις πολιτών να συμμετάσχεις; Σε πόσες συνελεύσεις γειτονιών να πάρεις μέρος; Πόσα ρούχα να βγάλεις απ’ την ντουλάπα; Πόσες αναλύσεις να διαβάσεις; Σε πόσες απεργίες να πάρεις μέρος;
Τίποτα δεν μοιάζει αρκετό, μπροστά σ’ αυτά που βλέπουμε να συμβαίνουν, αν και το όποιο λίγο μπορεί να δώσει ο καθένας είναι «πολύ» μπροστά στο τίποτα που έχει αυτός που το λαμβάνει. Ωστόσο, τίποτα δεν ανακουφίζει, όταν πια ξέρεις καλά, όταν αντικρίζεις με όλες σου τις αισθήσεις την κοινωνική εξαθλίωση.
«Σου ζητούν πράξεις, αποδείξεις, έργα, και το μόνο που μπορείς να δώσεις είναι δάκρυα μετασχηματισμένα» (Ε. Σιοράν).
Δίνεις δάκρυα μετασχηματισμένα σε αλληλεγγύη, φιλανθρωπία, ανθρωπιά, αγάπη, καθήκον, συνήθεια, ιδεολογία. Όλα μαζί ανακατεμένα και ξεχωριστά. Στέκουμε με ένα σάστισμα και μια φωνή έτοιμη να εκραγεί. Κριτικάρουμε τις δηλώσεις ενός υπουργού, στηλιτεύουμε άλλη μια περικοπή, οργανωνόμαστε απέναντι σε ένα εντελώς άδικο χαράτσι, καταδεικνύουμε τις θεσμικές εκτροπές. Μας λείπει ένα φρένο αληθινό, κάτι που θα σταματήσει την πτώση.
Επέμενε ένα μέρος του ευρύτερου αριστερού χώρου να φωνάζει ότι δεν υπάρχει κανένα τέλος της ιστορίας, ότι δεν έχουμε φτάσει στο τέλος των αναζητήσεων και σωστά. Μόνο που τελικά, αυτοί που εσωτερίκευσαν το παραμύθι περισσότερο από κάθε άλλον, είμαστε εμείς οι ίδιοι. Οι αντιδράσεις μας, δυσανάλογα μετριοπαθείς, με την κυρίαρχη σκληρότητα και τον καλοδιατυπωμένο κυνισμό του επίσημου λόγου, κάτι τέτοιο δείχνουν.
Ξέρουμε καλά, πως ένα μετά το άλλο, τα «έκτακτα» μέτρα μετριούνται εδώ και τώρα με φτώχεια, εξαθλίωση και απομόνωση μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Ξέρουμε καλά, πως η αστυνομική βία και αυθαιρεσία δεν είναι μεμονωμένα περιστατικά ή παρεκκλίσεις συγκεκριμένων οργάνων, παρά πάγια πρακτική. Ξέρουμε καλά, πως μετανάστες, «παρεκκλίνοντες» και κάθε λογής περιθωριακοί αντιμετωπίζονται συστηματικά με τον πιο βάναυσο τρόπο. Ξέρουμε καλά, βλέπουμε καθαρά την αργή αλλά σταθερή πορεία προς τον αυταρχισμό και την εκλεπτυσμένη εκτροπή. Κι όμως επιμένουμε να επικαλούμαστε αφηρημένες έννοιες, να πνιγόμαστε στον καθωσπρεπισμό, να νομίζουμε πως αυτή η κατηφόρα σταματάει με κάποια εκλογική αναμέτρηση (με ένα εκλογικό νόμο και ΜΜΕ στα μέτρα τους). Επιμένουμε να επικαλούμαστε μια συνθήκη, την οποία η άλλη πλευρά έχει αφήσει επιδεικτικά πίσω. Όταν ο τεχνοκράτης, μη εκλεγμένος πρωθυπουργός τονίζει δημοσίως ότι δεν υπάρχουν κόκκινες γραμμές, εμείς υιοθετούμε στάση αναμονής και δοκιμάζουμε την αντοχή μας. Αυτή τη στιγμή σε πολλά σημεία της Ευρώπης υπάρχει η πιο λεπτή πιθανή επίφαση δημοκρατίας και εμείς διστάζουμε να ονομάσουμε την κατάσταση εξαίρεσης, πόσο μάλλον να ερμηνεύσουμε το παρόν με βάση αυτή.
Είναι ο καιρός τέτοιος πια και μοιάζει τόσο λάθος η αγαπημένη ποιήτρια του ανιψιού του πρώην εθνάρχη και πρώην πρωθυπουργού. «Ν’ αντέξεις είναι το ζητούμενο, όχι να καταλάβεις». Κι όμως, δεν χρειαζόμαστε άλλη αντοχή. Δεν χρειαζόμαστε άλλο ένστικτο επιβίωσης, άλλη καρτερικότητα . Χορτάσαμε αντοχή. Τώρα είναι η ώρα του μη περαιτέρω, η ώρα του στένσιλ που γεμίζει τα κτίρια της Πανεπιστημίου: «Παλέψτε, Αντισταθείτε, Μην Γκρινιάζετε».
Παρ’ όλα αυτά, ο κόσμος, που ζει μέσα στην ιστορία κι όχι σε κάποιο φανταστικό τέλος της, τρέχει μπροστά απ’ όλες τις ηγεσίες, απ’ όλες τις αναλύσεις, απ’ όλες τις θεσμικές δομές. Αυτοοργανώνεται, παλεύει, παραλύει, ορθώνει ότι έχει μείνει απ’ το ανάστημά του, απελπίζεται και ανασαίνει. Όπως θα έλεγε ο Ζιλ Ντελέζ, «αν αυτή είναι η πραγματικότητα στην οποία ζούμε, πάνω σ’ αυτό το έδαφος πρέπει να αναμετρηθεί εναντίον της, η πολιτική, που θέλει να είναι συστατική πράξη της ελευθερίας».
Ενάντια στη σιγουριά της πρόσκρουσης, ενάντια στη σωτηρία του έθνους και την καταστροφή των ανθρώπων, μένει μόνο η συνάντηση με αυτόν τον κόσμο που δεν κουράστηκε να επιμένει. Να σταθείς στην πλατεία Συντάγματος με τις λέξεις της Ρένας Χατζηδάκη στα χέρια:
«θα στείλω τα όνειρά μου να ταράξουν το νοικοκυρεμένο ύπνο τους»
Ο Σπύρος Παπαδόπουλος διατηρεί το μπλογκ «το βυτίο» http://tovytio.wordpress.com/)
Φωτογραφία του Γιάννη Καφκά, από την ενότητα «open wound» (από το μπλογκ του diffusedlight.blogspot.com
ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΩ ΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΣΟΥ,ΤΩΡΙΝΟ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ Η ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΓΕΝΙΚΟ.
ΑπάντησηΔιαγραφή