Της Ντίνας Δασκαλοπούλου / dina.daskalopoulou@gmail.com
Τον τελευταίο έναν χρόνο της ζωής μου ανακάλυψα πως έζησα όλα τα προηγούμενα σαν λαθρεπιβάτης. Η γιαγιά μου κουβαλούσε νερό από τη βρύση του χωριού με τα πόδια στο σπίτι της. Ο παππούς μου ταξίδευε καβάλα σ’ έναν γάιδαρο για να φτάσει στο μακρινό χωριό όπου υπηρετούσε παπάς. Ο άλλος μου παππούς πέρασε τα νιάτα σου σε φυλακές και ξερονήσια. Η άλλη μου γιαγιά έραβε παιδικά παντελονάκια για μια δραχμή το ένα, καμιά δεκαριά ώρες τη μέρα. Τους ανθρώπους αυτούς κι εμένα μας χωρίζουν μερικές δεκαετίες και άπειρα έτη φωτός.
Όλα αυτά μέχρι πέρσι τον Μάιο. Μέσα σε μόλις έναν χρόνο όσα άκουγα σαν παραμύθια άρχισαν να γίνονται μέρος της καθημερινότητάς μου. Οι φίλοι σου που μετράνε φραγκοδίφραγκα για το γάλα των μωρών τους. Άλλοι φίλοι σου που απολύονται, απολύθηκαν, θα απολυθούν αύριο. Ένας οικογενειακός γνωστός που αυτοκτόνησε. Η ανιψιά σου που σταμάτησε τις σπουδές της γιατί έπρεπε να δουλέψει. Ο τσάτσος του αφεντικού που καρφώνει κάθε σου λέξη. Το αφεντικό που σε εκβιάζει και σε απειλεί. Δεν χρειάστηκαν πολλά για να γίνει η καθημερινότητά μας κόλαση: το αστραφτερό χαμόγελο του ΓΑΠ από το Καστελόριζο και μια υπογραφή στο μνημόνιο.
Τόσα χρόνια, λοιπόν, απλώς όλοι εμείς ήμασταν λαθρεπιβάτες στην αστραφτερή ζωή των άλλων, αυτών των 2.000 ανθρώπων που κατέχουν το 80% του ελληνικού πλούτου. Μας επέτρεπαν να σπουδάζουμε στα πανεπιστήμιά τους και να εργαζόμαστε στις επιχειρήσεις τους με σχετική ασφάλεια. Να ονειρευόμαστε πως αν εργαστούμε σκληρά θα φτιάξουμε ένα σπίτι που θα μοιάζει με το δικό τους. Να έχουμε την ψευδαίσθηση πως αν φοράμε τα ίδια ρούχα, αν πίνουμε καφέ στα ίδια μέρη, αν χρησιμοποιούμε τις ίδιες εκφράσεις, θα είμαστε κάτι σαν κι αυτούς. Όπως ακριβώς οι μετανάστες ονειρεύονται να γίνουν «σαν Έλληνες».
Σωστότερα: δεν ήμασταν λαθρεπιβάτες. Ήμασταν μετανάστες με προσωρινή άδεια παραμονής. Τώρα που το χρήμα τέλειωσε, που τα κέρδη μειώνονται, μας πετάνε κλοτσηδόν έξω από τον γυαλιστερό τους κόσμο. Αν σε δέκα, είκοσι χρόνια τα πράγματα στρώσουν, θα μας καλέσουν πίσω και πάλι. Μέχρι τότε θα μας κατάσχουν τα σπίτια και τα αυτοκίνητα που με τα δικά τους δάνεια αγοράσαμε, θα βλέπουν να λιώνουν σιγά σιγά πάνω μας τα σινιέ ρούχα που με τις δικές τους πιστωτικές κάρτες αποκτήσαμε, θα γελάνε ειρωνικά όσο τα πτυχία που τα δικά τους πανεπιστήμια μας απένειμαν θα κιτρινίζουν στις κορνίζες τους.
Το παραμύθι τελείωσε. Η Ιστορία, όχι. Καταλαβαίνω πια πως απ’ τον παππού μου με χωρίζει μια ανάσα χρόνος. Και το πιο σπουδαίο πράγμα που μου έμαθε είναι πως Άνθρωπος δεν γεννιέσαι, γίνεσαι. Όταν στα πολύ ζόρικα μοιράζεσαι το σπίτι σου, το πορτοφόλι σου, την καρδιά σου. Όταν λες τα δύσκολα όχι. Όταν εξακολουθείς να ονειρεύεσαι όσο γύρω σκοτεινιάζει.
Η φιλία, η αλληλεγγύη, η συντροφικότητα μέχρι τώρα για τους περισσότερους από εμάς ήταν όμορφες λέξεις για να τις πιπιλάμε τα βράδια στα μπαρ. Τώρα είναι η στιγμή να τους δώσουμε περιεχόμενο.
Α, ο κόσμος είναι ωραίο μέρος
για να γεννηθείτε
αν δεν σας πολυνοιάζουν
λίγα ψόφια μυαλά
στις ψηλότερες θέσεις
ή μια-δυο βόμβες
πού και πού
στα ανεστραμμένα σας πρόσωπα
ή άλλες τέτοιες απρέπειες
απ’ τις οποίες μαστίζεται η κοινωνία μας
με τους διακεκριμένους άνδρες της
και τους κληρικούς της
και τους λοιπούς αστυφύλακες
και τις διάφορες φυλετικές διακρίσεις της
και τις κοινοβουλευτικές ανακρίσεις της
και τις άλλες δυσκοιλιότητες
που η τρελή μας σάρκα
θα κληρονομήσει.
Ναι, ο κόσμος είναι το καλύτερο μέρος
για ένα σωρό πράγματα, όπως το να κάνεις κουταμάρες
και να κάνεις έρωτα
και να είσαι λυπημένος
και να τραγουδάς φτηνά τραγούδια
και να έχεις εμπνεύσεις.
ΛΟΡΕΝΣ ΦΕΡΛΙΝΓΚΕΤΙ
http://www.ypovrixio.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου