«Ψηλά τα χέρια!… Ξανά ληστεία!»…
Με το πιστόλι στον κρόταφο και πάλι: «Ή μας τα δίνεις για να σωθείς ή
πεθαίνεις»!… Μία, δυο, τρεις, τέσσερις, πέντε φορές, πόσες φορές το
ακούσαμε, χάσαμε το λογαριασμό!…
Και νάτοι πάλι… Νέα ληστρικά
βάρβαρα μέτρα επίκειται ν’ ανακοινώσουν οσονούπω. Η τριανδρία της
τρόικας εσωτερικού, οι «αξιοπρεπείς» λήσταρχοί μας γι άλλη μια φορά
πασχίζουν για τη «σωτηρία» μας καταληστεύοντάς μας!
Καλά ο Σαμαράς κι ο Βενιζέλος,
αλλά αυτουνού του κυρ Φώτη της ΔΗΜΑΡ, του σοβαρού, του αριστερού, πόση
τσίπα του ‘χει απομείνει, ώστε ν’ αποδέχεται, υποτονθορύζοντας κάποια
“όχι, μεν, δεν, αλλά, ναι”, το ρόλο του λήσταρχου!… Λήσταρχος (πρώην)
αριστερός… Ξεπεσμός!
Μπορεί τώρα, στους βάρβαρους
καιρούς των μνημονίων, να μας ληστεύουν ξετσίπωτα και ξεδιάντροπα, αυτή
όμως η «ληστεία» (κατά του λαού) κρατάει αιώνες…
Ας δούμε πώς ο Κώστας Βάρναλης
στο περίφημο βιβλίο του «Η αληθινή απολογία του Σωκράτη» (εκδόσεις
Κέδρος), βάζει τον αρχαίο Έλληνα φιλόσοφο να διηγείται ένα «παραμύθι»,
μα, και στις μέρες μας ακόμα, πολύ αληθινό:
«… Μια φορά κι έναν καιρό οι
κλέφτες της πρώτης πολιτείας του κόσμου, αφού πλουτήνανε αρκετά,
αποφασίσανε να τακτοποιήσουνε τη ζωή τους. Μπλοκάρανε λοιπόν τους
φτωχούς της πολιτείας κι αφού τους μαζώξανε στην πλατεία τους είπανε:
“Ψηλά τα χέρια! Θέλουμε το καλό
σας…. Είσαστε λεύτεροι! – (ψηλά τα χέρια!)…. Ο κυρίαρχος λαός θα ‘σαστε
εσείς! Εμείς μονάχα θα σας κουμαντάρουμε. Θα φροντίζουμε για την
ασφάλεια της ζωής, της τιμής και της περιουσίας σας – μ’ ένα λόγο για τη
λευτεριά σας. Σεις θα δουλεύετε… Εμείς θα σας δίνουμε δουλειά, φτάνει
να βρίσκεται, και σεις θα μας δίνετε τα κόπια σας… Κ’ εσείς κ’ εμεις θα
‘χουμε πάνω από τα κεφάλια μας τους ίδιους Θεούς, που θα προστάζουν εσάς
να δουλεύετε και να μην τρώτε κ’ εμας να καθόμαστε και να τρώμε. Κ’
εμείς κ’ εσείς θα ‘χουμε πάνω απ’ τα κεφάλια μας τους ίδιους νόμους, που
εμείς θα σας τους δίνουμε κ’ εσείς θα τους ψηφίζετε σα βουλευτάδες και
θα τους εφαρμόζετε σα δικαστάδες ενάντια στον εαυτό σας.. Κι επειδή
μοναχοί σας δε θα μπορούσατε να σκεφτείτε το συμφέρον σας και να
φυλάξετε τον εαυτό σας, θα σας αναγκάζουμε με το ζόρι (ψηλά τα χέρια!).
Ένα πράγμα μοναχά σας απαγορεύουμε: να κλέβει ο ένας τον άλλονε. Γιατί
μπορεί να κλέψετε κ’ εμάς”.
Έτσι λοιπόν ο λαός δούλευε
λεύτερα και λεύτερα σκεφτότανε. Και τραγουδούσε χαρούμενα στις ταβέρνες
σαν τον κότσυφα στο κλαρί (στο κλουβί!). Κ’ οι σωτήρες του ξαπλωνόντανε
τ’ ανάσκελα σε ζεστά παλάτια το χειμώνα και κάτω απ’ ανθισμένα δέντρα το
καλοκαίρι… Κ’ η ευτυχία τους αυτή ήτανε δύναμη της πατρίδας κ’ η
ξετσιπωσιά τους καθαρμός. Κι αν κάπου βαριεστίζοντας ο λαός τους
έδιωχνε, ζητούσε αμέσως άλλους να τόνε κλέβουνε: δε μπορούσε πια μήτε να
σκεφτεί χωρίς “σωτήρες”.
Γελάτε και με το δίκιο σας, ω
άντρες Αθηναίοι… Παραμύθι, βλέπετε. Τώρα θα μου ζητάτε κ’ επιμύθιο! Πού
να το βρω!… Μοναχά σας λέω: “Αλίμονο στον αυτόδουλο πολίτη, που
φτασμένος στα έσχατα της απελπισιάς παραδίνεται, για να σωθεί, στο έλεος
του Θεού και στους νόμους των Κλεφτών”».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου