Και λοιπόν ήταν… ήτανε στη Δραγαία ο Μαργαριτο’ιώργης και φόρτωσεν απάνω στο ‘άδαρο ένα τσουβάλι αλεύρι… Δεν επάενε ο ‘άδαρος… δεν επάενε…
Κατεβαίνει λοιπόν, σταματά λοιπόν τον ‘άδαρο… και ξεφορτώνει το αλεύρι και το καθίζει στον ώμο κι ανεβαίνει απάνω στον ‘άδαρο!
Τίποτα ο ‘άδαρος!
Ε που να σε κόψουν τ’ αργισμένα, λέει, τόσην ώρα που το σήκωνες εσύ δεν επάενες, τώρα που το σηκώνω ‘ω για δε πας;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου