Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2011

το όνειρο μιας απαγγελίας

Ένας άνθρωπος χωρίς προορισμό στη ζωή του δε φοβάται να ξυπνήσει το πρωί και να πάρει ένα τυχαίο λεωφορείο, αδιαφορώντας για το ποιος είναι ο προορισμός τού οδηγού του. Κι αυτός είναι ο πρώτος νόμος της απελπισίας.

Είχα γείρει στο παράθυρο χωρίς να υπάρχει ήλιος να με καψαλίσει. Για την ακρίβεια ήταν ένα λιγομίλητο μουντό πρωινό από αυτά που δε σπαταλάς τις καλημέρες δεξιά κι αριστερά γιατί κοστίζουν περισσότερο. Στο λεωφορείο δεν υπήρχε πολύς κόσμος, λες και λιγόστεψαν ξαφνικά οι προορισμοί των ανθρώπων. Αν όμως λιγόστεψαν αυτό ίσως σημαίνει πως αρκετοί είχαν φτάσει ήδη στον προορισμό τους και τώρα τον απολάμβαναν, κι αυτό μου φάνηκε ευχάριστο σαν σκέψη εκείνη τη στιγμή. Λατρεύω τα μουντά πρωινά στο λεωφορείο. Μου φτιάχνουν τη διάθεση.

Εκείνη τη στιγμή έκανε μια στάση, κάπως απότομη. Μια γιαγιά, που σίγουρα πρέπει να είχε εγγόνια, αφού αμφιταλαντεύτηκε λίγο για το που θα πάει, ήρθε κι έκατσε μια θέση πιο μπροστά από μένα. Βολεύτηκε γρήγορα γρήγορα, ανέβασε μια νάιλον σακούλα στα γόνατά της κι άρχισε να καθαρίζει με ένα μαχαιράκι φρέσκα φασολάκια, που μόλις είχε αγοράσει από τη λαϊκή. Σκέφτηκα πως δε θα είχε καθόλου χρόνο για χάσιμο κι ότι η ζωή της πρέπει να σφύζει από ζωή. Μου πέρασε από το μυαλό να της προσφέρω μια μικρή βοήθεια, αν ήθελε, με κάποιες επιπλέον δουλειές στο σπίτι της. Δεν ήθελα όμως να της αποσπάσω τη προσοχή από την εργασία της, που απαιτούσε μεγάλη συγκέντρωση, παρόλο που ξέρεις πόσο θα ήθελα να είχα μια φίλη ηλικιωμένη που καθαρίζει φασολάκια στα μέσα μαζικής μεταφοράς.

Το λεωφορείο είχε αρχίσει να γεμίζει. Μία από τις λιγοστές θέσεις που είχαν απομείνει άδειες ήταν η δική μου και της γιαγιάς μπροστά. Ήμουν περίεργος αν θα καθόταν κάποιος επιβάτης από την επόμενη στάση και ποιον από τους δύο θα προτιμούσε. Ήταν ένας άντρας σκυθρωπός που κρατούσε ένα βιβλίο, ο οποίος κατευθύνθηκε αυτόματα προς τη γιαγιά. Όμως πριν κάτσει είδε κάποια ριγμένα φασολάκια που είχαν ξεφύγει από τη σακούλα κι είχαν πέσει στην άδεια θέση, είδε και το κοφτερό μαχαίρι ποιός ξέρει, κατευθύνθηκε προς εμένα ακαριαία. Ποιος να φανταζόταν οτι δύο φασολάκια ανατρέπουν το προορισμό ενός νέου; Καλού κακού κοίταξα κι εγώ μήπως η διπλανή μου θέση είχε κάποιο παραπεταμένο φασολάκι ή έστω μήπως φαινόταν η κοφτερή μύτη του μολυβιού μου από τη τσέπη και τρόμαζε. Γιατί και τα μολύβια βελόνες είναι ξέρεις. Τίποτα απ' αυτά. Είχα λοιπόν συνεπιβάτη, έστω και από σπόντα. 

Κρατούσε ένα μαύρο βιβλιαράκι με θέα το οπισθόφυλλο. Μόλις έκατσε με κοίταξε για λίγο, -έκανα τον αδιάφορο- και αφού σιγουρεύτηκε για την απάθειά μου, αναποδογύρισε άφοβα το βιβλίο κι άρχιζε να το διαβάζει. Το σκηνικό αποκτούσε ενδιαφέρον. Συνέχισα να κάνω τον αδιάφορο για να τον αφήσω να βυθιστεί μέσα στις λέξεις, κοιτάζοντας τάχα από το τζάμι τα μελαγχολικά κορίτσια που κάπνιζαν χωρίς τη στολή τους στη πίσω αυλή κάποιων μακ ντόναλντς. Εγώ μακ ντόναλντς δεν είδα. Το λεωφορείο άρχιζε να γεμίζει σχεδόν ασφυκτικά. Περίπου δέκα όρθιοι. Έριξα μια κοφτή ματιά στο εξώφυλλο: Μ. Mπακούνιν - Θεός και Κράτος. Ωραία, όλα πάνε βάσει σχεδίου. Υπήρχαν τώρα δεκαπέντε όρθιοι. Θεός και Κράτος. Ο διπλανός μου άρχισε να διαβάζει ψιθυριστά. Η γιαγιά μπροστά γύρισε και τον κοίταξε για μια στιγμή. Έκανε ένα νεύμα συναίνεσης. Πλησίαζε η ώρα αιχμής. Τώρα ο διπλανός μου διάβαζε το βιβλίο δυνατά. Όλοι οι επιβάτες είχαν τα αυτιά τους ανοιχτά χωρίς βέβαια να τον κοιτούν, γιατί κανείς δεν χαραμίζει το βλέμμα του σε έναν τρελό σ' ένα μέσο μεταφοράς. Αν τον κοιτάξεις θεωρείται αδυναμία και μπορεί να μπλέξεις. Στο κέντρο του λεωφορείο με τους όρθιους ένα γυφτάκι στην αγκαλιά της μάνας του άρχισε να γλείφει τη χειρολαβή που κρεμόταν. Αυτό προκάλεσε έναν αιφνίδιο τρόμο στους επιβάτες. Ήταν η ώρα του σαμποτάζ. Ο διπλανός μου σηκώθηκε όρθιος πάνω στο κάθισμα. Άρχισε να διαβάζει φωναχτά αντικαθεστωτικά εδάφια εκβιάζοντας τα τρομαγμένα βλέμματα. Η γιαγιά έβαλε το μαχαίρι στη ράχη του βιβλίου για χάρη της μεταμοντέρνας απειλής. Τώρα κοιτούσαν όλοι και ουρλιάζανε. Εγώ κουνούσα τα χέρια μου ρυθμικά σαν ένας ατάλαντος μαέστρος -όλοι οι μαέστροι είναι ατάλαντοι- και που είναι έτοιμος να δεχθεί το γιουχάισμα των θεατών.  Εντωμεταξύ, το γυφτάκι είχε καταλάβει τη συμμαχία μας. Γλίστρησε από την αγκαλιά της μάνας του κι άρχισε να πετάει στην οροφή ανοίγοντας τρύπες με τη κοφτερή γωνία του φτερού του, ώστε να μπαίνει οξυγόνο κατά τη διάρκεια της επιχείρησης. 

Είχαμε επιτέλους πιάσει προορισμό.«Ασφάλισε τις πόρτες οδηγέ, oι όμηροι θα απελευθερωθούν όταν γδυθούν απ' το θνητό τους σώμα.»
http://toportatif.blogspot.com/2011/10/blog-post_12.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου