Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2012

χάρτινο το καραβάκι, ψεύτικη η ακρογιαλιά

 Από merrybabes

 Δεν θυμαμαι καν ποσο περπαταγαμε και για ποσες μερες.

Ημουν δεν ημουν 5 ετων και περπατουσα συνεχεια.
Κουραζομουν εκλαιγα και με επαιρνε αγκαλια ο μπαμπας μου.
Η μαμα μου κουβαλουσε τον μικρο μου αδερφο.

Κοιμομουν στην αγκαλια του και οταν κουραζοτανε με έδενε με ενα μεγαλο μαντηλι και
με έβαζε στην πλατη του αλλα ημουν βαρια και δεν αντεχε πολυ ωρα , κουραζοταν. Κουβαλουσε και τα νερα , τα φαγητα , λίγα ρουχα.
Μετα με ξυπναγανε και μου ελεγαν να περπατησω.


Περπατουσα, περπατουσα, περπατουσα, χωρις σταματημο,
περα δωθε και πανω κατω σε ολους αυτους του κακοτραχηλους δρομους.

Δρομοι ; Δεν ηταν δρομοι.
Μονοπατια που καμια φορα χανόντουσαν, εξαφανιζοντουσαν.
Δεν ηταν χαραγμενα, ακουγα τους μεγαλους να λενε και περπαγαμε παλι ωρες ασκοπα
κανοντας κυκλους και γυριζοντας πισω για να ξαναβρουμε το μονοπατι.

Στην αρχη περπατουσαμε μερα, αλλα καθως ο καιρος περνουσε περπατουσαμε μονο νυχτα και την μέρα βρισκαμε
σπηλιες και φαραγγια να κοιμηθουμε. Ετσι ουτε ο ηλιος μας ενοχλουσε ουτε μας εβλεπαν. Φοβομασταν πολυ.

Ειμασταν αρκετοι αλλα αδυναμοι , τρωγαμε ελαχιστο γιατι δεν μπορουσαμε να κουβαλαμε πολυ φαγητο μαζι μας και το νερο που πιναμε ηταν λίγο. Ημασταν τυχεροι καμια φορα και βρισκαμε νερο στο δρομο μας .

Ειχαμε φυγει νυχτα απο την πολη μας καθως γινοτανε σφαγη. Σφαγη κανονικη. Επεφταν βομβες , στρατιωτες εμπαιναν στα σπιτια και σκοτωναν οποιον εβρισκαν. Δεν λειτουργουσε τιποτα. Τα μαγαζια ηταν κλειστα και το νερο μας το ειχαν κοψει.
Πουλησαμε τα παντα , ειπε ο μπαμπας, για να πινουμε νερο .
Τοτε πηραμε την αποφαση να φυγουμε. Δεν ηταν ακριβως αποφαση, αποφαση παιρνεις οταν εχεις να διαλεξεις αναμεσα απο καποια πραγματα. Εμεις δεν ειχαμε επιλογη. Δεν εμενε τιποτα να κανουμε εκει .

Ο πολεμος κρατουσε μηνες και οι μαχες δεν έλεγαν να κωπασουν.
Ο μπαμπας ηταν μηχανικος και η μαμα καθοταν στο σπιτι και μεγαλωνε εμενα και τον αδερφο μου, αλλα με ολα αυτα που γινοντουσαν ο μπαμπας ειχε μηνες να παει να δουλεψει και – ΔΕΝ ΓΙΝΟΤΑΝ ΑΛΛΟ , οπως ελεγε .

Ετσι και φυγαμε. Νυχτα. Πλεον ολα γινονταν νυχτα.
Μεχρι και το παιχνιδι νυχτα γινοταν αλλα κρατουσε πολυ λιγο γιατι οι μεγαλοι μας φωναζαν να σταματησουμε και να κανουμε ησυχια .
Δεν ειχε σημασια τι εφταιγε, δεν εiχε σημασια γιατι ηταν ο πολεμος,
σημασια εχει ο πολεμος και μας ειχε τσακισει ολους.

Ο μπαμπας δεν ηθελε να πολεμησει με κανεναν, η μαμα συμφωνουσε.
Για ποιον να πολεμησεις;; του ελεγε. Τι τους νοιαζει αυτους αν θα ζησεις ή οχι ;
Ο μπαμπας συμφωνουσε . Δεν μενουν εδω, ελεγε.

Ετσι φυγαμε, εγω, ο αδερφος μου, που ηταν μωρο -ουτε καν περπατουσε- και ο μπαμπας μου.
Βρηκαμε και κατι φιλους του μπαμπα –που ποτε δεν τους ειχα δει- και που και αυτοι ειχαν φερει μαζι τους τις γυναικες τους και τα παιδια τους. Ειμασταν 40-50 ατομα και ακουσα να λενε πως θα συναντησουμε και αλλους αργοτερα.

Απο την αρχη, περπατουσαμε. Δεν γινοταν να μπουμε σε αυτοκινητα, θα μας πυροβολησουν ολους, ελεγαν οι μεγαλοι αυστηρα, οταν ρωτουσαμε.
Πηγαιναμε ποτε βορεια, ποτε ανατολικα .
Στοχος μας ηταν να μπουμε σε ένα καράβι που θα μας πηγαινε καπου που ο μπαμπας θα ειχε μια ευκαιρια να δουλεψει και εμεις θα μπορουσαμε να παιζουμε μερα, να διαβαζουμε και να ξαναπαμε σχολειο.
Δεν το πιστευετε, αλλα μου ειχε λειψει το σχολειο.

Σε καθε σταση που καναμε το βραδυ για να κοιμηθουμε –γιατι στην αρχη περπατουσαμε μερα– οι μεγαλοι ελεγαν συνεχεια για το καραβι. Γελουσαν και ολοι το ειχαμε αγαπησει.
Κοιμομουν και ονειρευομουν το καραβι μου, τα καραβι που θα με πηγαινε να παιξω .
Μια μερα καθως περπατουσαμε βρηκα μια σελιδα στο μονοπατι. Δεν ξερω ποιος την ειχε φερει εκει αλλα αν και ηταν λερωμενη και λιγο σκισμενη την διπλωσα προσεχτικα και την εβαλα στην τσεπη μου.

Το πρωι , πριν σηκωθουν ολοι, λιγο πριν ξημερωσει, την ξεδιπλωσα και εφτιαξα ενα καραβακι σαν αυτα που μας ειχε μαθει ο δασκαλος στο σχολειο να φτιαχνουμε .
Ημουν πολυ χαρουμενη. Αγκαλιασα προσεχτικα την βαρκουλα και ξανακοιμηθηκα.
Οταν με ξυπνησαν και ειχαν ολοι σηκωθει, τους εδειξα την βαρκα. Γελασαν και ο μπαμπας με σηκωσε στον αερα.
- Με αυτο θα πνιγουμε ολοι, ειπε γελωντας και ολοι γελασαν μαζι του. Mε φιλησε, διπλωσε την βαρκουλα μου προσεχτικα και την εβαλε στην τσεπη απο το σακακι του .

Μετα απο μερες και αφου περπαταγαμε μονο νυχτα πλεον, αρχισαμε να βλεπουμε μακρια την θαλασσα.
Ηταν η πρωτη φορα που την ειδα και εγω και η μαμα και ο μπαμπας.
Ηταν τοσο ομορφη!
Την βλεπαμε λιγο πριν δυσει ο ηλιος οταν ξεκινουμε να περπαταμε με το φεγγαρι. Ηταν ολοι πολλοι χαρουμενοι και ο μπαμπας εβγαζε την βαρκουλα καθε 3 και λιγο απο την τσεπη του και μου την εδειχνε κλεινοντας μου το ματι.

Φτασαμε στην θαλασσα νυχτα και οι αντρες φιλουσαν την αμμο.
Ειμασταν πανω απο 1 μηνα στο δρομο μπορει και πιο πολυ.
Στο τελος μας ειχαν μεινει ελαχιστα τροφιμα και τρωγαμε απο λιγο .
Ειχαμε κανει μεγαλη διαδρομη να βρουμε την θαλασσα γιατι δεν γινοταν να παμε αλλου . Μονο εκει μπορουσε να μας παρει το καραβι.

Μειναμε στην παραλια λιγες μερες και παντα κρυβομασταν την ημερα κατω απο δεντρα χωρις να κινουμαστε. Κοιμομασταν και ξυπναγαμε νυχτα.
Μετα απο λιγες μερες ηρθαν και αλλοι σαν εμας , με γυναικες και παιδια.
Αγκαλιαστηκαν ολοι μαζι και μας ειπαν οτι περιμενουν το ιδιο καραβι.

Ενα απογευμα , καθως ειχε πεσει ο ηλιος ο μπαμπας πεταχτηκε, η μαμα τον ρωτησε τι συμβαινει και της ειπε να κανει ησυχια .
Εμειναν ολοι ετσι για λιγη ωρα και μετα ακουσα καθαρα το καραβι.  Ηταν η μηχανη του. Το καραβι ειχε ερθει.

Ο μπαμπας εβγαλε τα παπουτσια τους και εβγαλε και τους πατους. Ειχε μεσα χρηματα, πολλα χρηματα πολυχρωμα. Δεν ειχα ξαναδει τετοια σχηματα. Ηταν κιτρινα μωβ πρασινα, ευρω ευρω ελεγε χαρουμενος .

Eφυγε μαζι με αλλους 3 προς εκει που ακουγοταν η βαρκα.
Γυρισαν τρεχοντας και μας ειπαν οτι φευγουμε.
Τρεξαμε ολοι μαζι σε μια σειρα στην αμμο και η μαμα δυσκολευοταν με τον αδερφο μου αγκαλια αλλα τα καταφερνε και οταν με κοιταζε χαμογελουσε.

O ουρανος σκοτείνιαζε γρηγορα και οταν φτασαμε κοντα στη θαλασsα δεν ηταν εκει κανενα καραβι αλλα ενα μικρο βαρκακι.
-Μαμα που ειναι η βαρκα μας ;
H μαμα μου ειπε οτι αυτο θα μας παει στην μεγαλη βαρκα .
Μερικοι αντρες εβγαλαν σχεδον ολα τους τα ρουχα και μπηκαν στη θαλασσα. Ολοι οι αλλοι δεν ηξεραν μπανιο . Mας πηρε πολυ ωρα να παμε ολοι με την μικρη βαρκα στη μεγαλη και τα κυματα μας εκαναν μουσκεμα μεχρι να φτασουμε αλλα τελικα τα καταφεραμε.
Ενα χερι με αρπαξε και με ανεβασε πανω στη μεγαλη βαρκα. Με εσπρωξε δυνατα προς τα πισω και εκει επεσα και χτυπησα αλλα δεν εβγαλα αχνα. Ο μπαμπας ηταν καθισμενος σε μια ακρη μαζι με ολους τους αλλους και ειχε σκυμενο το κεφαλι .
Καταλαβα πως δεν εκανε κουμαντο κανεις απο τους φιλους μας.

Μολις ανεβηκε και η μαμα με τον αδερφο μου, μας κατεβασαν στο κατω μερος του καραβιου και εκλεισαν την πορτα.
Ειχε σκοταδι και κρυο.
Γυρω μου ηταν παιδια και οι μαμαδες τους, αλλα δεν εβλεπα καλα.
Ενα παιδι αρχισε να κλαιει και μετα αρχισαν και αλλα, αλλά αμεσως η πορτα ανοιξε και ενας μας βροντοφωναξε.
Οι μαμαδες εκλεισαν τα στοματα των παιδιων και τα ζουλιξαν να σταματησουν.
Οι μηχανες ξεκινησαν και αρχισαμε να κουνιομαστε πανω κατω συνεχεια. Η μαμα εκανε εμετο πανω στο αδερφο μου και μετα τον σκουπιζε με το μαντηλι της.
Eκανα ολοι εμετο και βρωμουσε. Ηθελα να κανω και εγω αλλα δεν ειχα τιποτα να βγαλω.
Ενα φως εμπαινε που και που απο τα σκαμπανεβασματα και ειδα οτι ειμασταν μεσα σε ενα πολυ μικρο καραβι.

Το δικο μου ειναι πιο ωραιο σκεφτηκα .

Διπλα μου κολλητά ηταν η μαμα απο ενα αλλο παιδακι που το ειχε στην αγκαλια της.
Ρωτησα την μαμα που ειναι ο μπαμπας και μου ειπε να κανω ησυχια. Εκανα ησυχια, αλλα η μηχανη εκανε τοσο θορυβο που δεν καταλαβαινα ουτε γιατι δεν επρεπε να κλαιω, ουτε γιατι να μην μιλαω.
Προσπαθησα να κοιμηθω αλλα δεν τα καταφερνα. Ειχα συνηθισει να κοιμαμαι την μερα, ετσι κουνιομουν πανω κατω συνεχεια και στα ποδια μου ειχε κολλησει εμετος και ειχε και αλλον κατω, πηγαινε και αυτος περα δωθε.

Πανω απο εκει που ειμασταν ακουσα φωνες. Μαλωναν. Φωναζαν ολοι δυνατα και ακουσα τον πατερα μου να λεει:
δεν μου ειπες οτι θα πληρωσω και ελληνες.
Ελληνες; σκεφτηκα. Αυτοι δεν ηταν που εφτιαξαν εναν ωραιο ναο; Γιατι να θελουν λεφτα τωρα; Γιατι νευριασε ο μπαμπας μου;

Πριν προλαβω να τα σκεφτω ολα αυτα, ακουστηκε κατω απο τα ποδια μου η Γη. Ενας δυνατος ηχος σαν να ανοιγεις κονσερβα και η κυρια που ηταν διπλα μου επεσε ολοκληρη πανω μου και εγω με την σειρα μου πανω στη μαμα.
Τα παπουτσια μου αρχισαν να γινονται υγρα και ακουγα το νερο πολυ κοντα να τρεχει, σαν τις πηγες που ειχαμε συναντησει στα βουνα. Ολοι αρχισαν να ουρλιαζουν μεσα στο σκοταδι και το νερο τωρα ειχε φτασει μεχρι το παντελονι μου πολυ γρηγορα. Σηκωνοντουσαν γυρω μου και επεφταν αμεσως κατω, μεσα στο νερο.

Απο πανω ακουγονταν και εκει φωνες και η πορτα που μας ειχαν βαλει μεσα απο εκει χτυπαγε δυνατα.
Το νερο ανεβαινε και οι φωνες απο τις γυναικες γινοντουσαν πιο δυνατες.Τα παιδια τσιριζαν και εκλαιγαν.
Η μαμα μου με αγκαλιασε και με σηκωσε τραβωντας με προς την πορτα, που ομως δεν ηταν ανοιχτη.
Τοτε εγυρε ακομα πιο πολυ το καραβι και το νερο μας εσπρωξε πισω δυνατα.
Ειχε φτασει τωρα μεχρι την μεση μου και οι φωνες γινοντουσαν ολο και πιο δυνατες.
Εσκουζαν ολοι, αλλα μεσα στο σκοταδι δεν τρομαζα.
Ειχα συνηθισει.
Το νερο ανεβηκε μεχρι τους αγκωνες μου και ξαφνικα εγινε απολυτη ησυχια ή δεν ακουγα εγω τιποτα .
Εφτασε μεχρι το λαιμο μου το νερο και εσκυψα να πιω. Ηταν παγωμενο, αλλα δεν καταφερα να το καταπιω, ηταν απαισια η γευση του και εμοιαζε με τα δακρυα μου.
Μεσα στο σκοταδι οι ηχοι ειχαν εξαφανιστει τελειως και το νερο εφτασε στο προσωπο μου.
Αναγκαστικά το επινα, ηπια, ηπια και αρχισα να κανω εμετο, αλλα ειχε παντου νερο και οσο και να εβγαζα εμπαινε και αλλο.
Ημουν ολη κατω απο το νερο και εκλεισα το στομα. Σκεφτηκα πως τελικα μπορω να κολυμπησω, αφου επεπλεα σαν ψαρι και ειχα το στομα κλειστο. Δεν αντεχα ομως και ηθελα αερα , ανοιξα το στομα και μονο νερο υπηρχε.

Οι ηχοι επανηλθαν αλλα ηταν αργοι. Τους ακουγα απο μακρια και το νερο γυρω μου αρχισε να γινεται ζεστο.
Η πλατη μου ειχε κολλησει στο ταβανι μαλλον και αρχισα να νυσταζω, νυσταξα ξαφνικα πολυ.
Δεν ηθελα αλλο ουτε να κολυμπησω ουτε να παρω αερα.
Δεν ειχα διαθεση.
Ειχα κουραστει απο ολο το ταξιδι και ηθελα να ξεκουραστω.
Εψαξα το χερι της μαμας μου και το βρηκα. Δεν ξερω αν ηταν αυτης, αλλα ηταν ενα χερι. Ηταν κρυο αλλα μου αρεσε που το ακουμπουσα.
Ενιωθα τα ποδια μου ζεστα και αρχισα να ονειρευομαι την θαλασσα,  οπως οταν την ειδα πρωτη φορα απο το βουνο: Μεγαλη, ηρεμη με το φεγγαρι να την λουζει.
Δεν ειχα αλλη δυναμη ουτε για να σκεφτω.
Αφησα το χερι που κρατουσα και ενιωθα την θαλασα να μπαινοβγαινει μεσα στα σωθικα μου.
Ανοιξα τα ματια αλλα ηταν και παλι σκοταδι.

Θα ηταν σκοταδι συνεχεια απο εδω και περα.

1 σχόλιο: