απο την Κατερινα
Με μάτια μισόκλειστα να παίζει το ταξίμι και ο λυγμός του «αμάν» να σκίζει σα μαχαίρι τα ντουμάνια του τεκέ
Όταν μπουκάρω στον τεκέ, τον αργιλέ τσακώνω
Και με τα φυλλοκάρδια μου τραβώ, τον ξελιγώνω
Και με τα φυλλοκάρδια μου τραβώ, τον ξελιγώνω
“Τότες ο Περαίας ήταν πολύ άγριος. Οι φόνοι στα Καρβουνιάρικα, Τρούμπα και Τσελέπη ήταν στην ημερησία διάταξη. Όσο για τεκέδες, ήταν γεμάτος, στην Πειραϊκή, Παναγίτσα, Άγιο Νείλο, Άγιο Νικόλα, Γύφτικα, Χατζηκυριάκειο και στην Τρούμπα. Κι όσο πιο πέρα πήγαινες, προς Άγιο Διονύση, εκεί φουμάρανε στο δρόμο, οι χωροφυλάκοι είχαν μοιρασιά κι αν μπάτσος έκανε τον ψευτοπαλληκαρά τραβιότανε εύκολα η δίκοπη»
Γύρω από τα λιμάνια, βασικά στον Πειραιά, στη Θεσσαλονίκη, στο Βόλο, στη Πάτρα, χιλιάδες άνεργοι επιβιώνουν σχεδόν λαθραία, ζουν από μικροεγκλήματα, από μικροκλοπές, από μυστήριες ...συναλλαγές, δημιουργώντας μια νέα λούμπεν κουλτούρα. Μια κουλτούρα με τους δικούς της κώδικες συμπεριφοράς, με δικούς της κανόνες, νόρμες ,τρόπους ζωής, τιμής ,ηθικής. Τη κουλτούρα του ...μάγκα.
Βρε μάγκα το μαχαίρι σου, για να το κουσουμάρεις
Πρέπει να έχεις την ψυχή φιγουρατζή, καρδιά για να το βγάλεις
Αλλού να πας φιγουρατζή να κάνεις τη φιγούρα
Φτιάχνουν τραγούδια συλλογικά, όπου ο κάθε μαστούρης, λέει και από ένα στίχο, ρεφραίν δεν υπάρχει, κι η μουσική είναι απλή, συνήθως μόνο με μπαγλαμά αντί για μπουζούκι. Ο λόγος απλός. Ο μπαγλαμάς είναι εύκολος στην κατασκευή-συνήθως αυτοσχέδιος και φτιαγμένος στη φυλακή-, εύκολος στην μεταφορά, και εύκολος να κρυφτεί κάτω από το σακάκι στις εφόδους των μπάτσων των πληρωμένων από άλλους τεκετζήδες
Ρέμπενοκ*, ρεμπέτ ασκέρ*, ή ρεμπέτ***, πάνω κάτω παρόμοιες ερμηνείες, που δίνουν το όνομα στο ρεμπέτικο.
«Εκεί οι γυναίκες δε βγαίνανε έξω, απαγορευότανε αυστηρώς. Αλλά οι αγαπητικοί είχαν τον τρόπο τους και πηδάγανε τα μεσάνυχτα μέσα παρ’ όλο που φυλάγανε άγριοι εύζωνοι. Αλλά καμία δεν μαρτυρούσε. Φόνοι γινόντουσαν κάθε τόσο, αιτία βέβαια ήταν οι γυναίκες. Η ίδια η γυναίκα που για χάρη της είχε εγκληματήσει κάποιος ήταν υποχρεωμένη να τον συντηρεί μέχρι να βγει από τη φυλακή. Δε μπορούσε να κάνει αλλιώς γιατί θα την σκότωναν οι φίλοι του. Όταν όμως ο εγκληματίας αγαπητικός έβγαινε από την φυλακή, η πρώτη του δουλειά ήταν να την στεφανωθεί, απαραίτητος κανών. Και για τον σκυλόμαγκα ο άγραφος νόμος ήταν σκληρός!»
Άλλωστε -όσο κι αν κάποιοι αργότερα επιχειρούν να το εξευγενίσουν ευνουχίζοντας το από το λουμπεν, Ρεμπέτικο σημαίνει φυλακή. Ρεμπέτικο σημαίνει τεκέ. Ρεμπέτικο σημαίνει νταλκάς, ξεκαθαρισμα λογαριασμών και μαστούρα. Ρεμπέτικο σημαίνει ... αδέσποτο. Και πάνω από όλα Ρεμπέτικο σημαίνει ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ.
Από μέρη της Μικράς Ασίας, κύρια απο τη Σμυρνη αλλά και από τον Πόντο και τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας μετανάστες που κατακλύζουν μια ξένη ....Πατρίδα, που συνωθούνται σε μια ...μάννα μητριά.
Μεγάλες, εξαθλιωμένες κοινότητες, παραγκουπόλεις να μεγαλώνουν, φτώχεια, ανεργία, ξεριζωμός, έλλειψη στέγης, αστυνομική καταπίεση, κοινωνικός υποβιβασμός, ρατσισμός, πορνεία, εγκληματικότητα, ναρκωτικά.
Η ανατολίτικη μουσική που φέρνουν μαζί τους οι μετανάστες, οι πρόσφυγες, έχει κλαρινέτα, βιολιά, σαντούρια, κανονάκι, κι αυτή ξεκινάει να ανακατεύεται με το μπουζούκι και τον μπαγλαμά. Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που ανακατεύονται μεταξύ τους και οι νέοι...περιθωριακοί, με τους παλιούς.
Η σχολή της Σμύρνης με μελωδίες τσιφτετελετζίδικες, με ούτια, σαντούρια και βιολιά, με τραγούδια θρηνητικά, παθιασμένα, σπαρακτικά αμανετζιδικα, με φωνές γυναικείες- γεια σου Ρόζα, γεια σου συγκλονιστική και ΑΞΕΠΕΡΑΣΤΗ Ρίτα Αμπατζή
- ανακατεύεται με τη ρεμπέτικη σχολή του Πειραιά, αυτήν την άγρια αντρίκεια, με τα χασάπικα και τα ζειμπεκικα, που σπαρταράνε μέσα στα σπλάχνα της, τα μπουζούκια και οι μπαγλαμάδες.
Και εκεί γύρω στο ’30, το ρεμπέτικο, το ελληνικό μπλουζ, βρίσκει αυτόν, που θα το κάνει όσο μεγάλο του αξίζει να είναι. Αυτόν που πολύ αργότερα θα ονομάσουν ...Πατριάρχη. Αυτόν που στα 15 το σκάει από τη Σύρα για τον Πειραιά και ανάμεσα σε δουλειές του ποδαριού, μεροκάματα στα καρβουνιάρικα, στο λιμάνι και στα σφαγεία χώνεται στον υπόκοσμο της σκληρής πόλης κάνοντας τραγούδια τους τρεις μεγάλους και παντοτινούς του έρωτες, το μπουζούκι, τη μαστούρα και τη Ζιγκοάλα.
Ο μεγάλος Μάρκος, που έχει την ικανότητα και να κάνει το ρεμπέτικο χρυσωρυχείο από τις πρώτες ηχογραφήσεις της «Τετράδος ξακουστής του Πειραιώς».
Ο Μάρκος που θα ανακαλύψει το Ανεστάκι. Προσφυγάκι ο Ανέστης, το Αρτεμάκι, όπως ειναι το παρατσούκλι του, γιος του πιο ξακουστού σαντουρίστα της Σμυρνης , και ανεψιός του Μιχάλη του Δέλιου, που στο δοξάρι του βιολιού του «αγγέλοι μαχαιρωνόταν», είναι αυτοσχέδιος κιθαρίστας. Ο Μάρκος τον μαθαίνει μπαγλαμά και μπουζούκι, η Κούλα η Σκουλαρικού, πουτάνα απο τα Βουρλά, τον μαθαίνει την άσπρη και η Νταίζη τον έρωτα.
Από τους τρεις που τον διεκδικούν, τον κερδίζει η Κούλα-η γκόμενα του Νικου του Μάθεση του Τρελάκια, όπως λένε οι φήμες- που ήξερε τις πιάτσες της άσπρης.
Το Ανεστάκι εξορίζεται από τη δικτακτορία Μεταξά, στη Νιο μαζί με τον Γεννίτσαρη.
Το Ανεστάκι εξορίζεται από τη δικτακτορία Μεταξά, στη Νιο μαζί με τον Γεννίτσαρη.
Το 40 επιστρέφει απο την εξορία και ντύνεται στο χακί. Στη κατοχή οι ...δρόμοι τους ξανασυναντιόνται με την Σκουλαρικού και το καλοκαίρι του 44 το κάρο του Δήμου, τον μαζεύει νεκρό έξω από τον τεκέ του Ντανάκουλη. Μέσα στο σακάκι του, είναι κρυμμένος ο μόνος έρωτας που δεν τον πρόδωσε ποτέ, ο μπαγλαμάς του.
Ο Άγιος του Ρεμπέτικου, σβήνει πριν δει το ρεμπέτικο να αλλάζει, να κατακτάει πίστες και δισκογραφικές, πριν γίνει ένα από τα ...αξεσουάρ της ανερχόμενης αστικής τάξης που το κατάπιε αμάσητο.
Ο Τσιτσάνης που γράφει ρεμπέτικο αλλά δεν είναι ρεμπέτης, ο Χατζιδάκης και ο Θοδωράκης που το απενοχοποιούν και το στρογγυλεύουν κάνοντας το εύπεπτο και comme il faut, βάζουν ταυτόχρονα και τα καρφιά στην κάσα του, το κάνουν τουριστάδικο, σαν τα ευζωνάκια στο Μοναστηράκι, σταυρώνουν την αλήθεια του... Σε όσους έμαθε το αυτί τους, σε αυτή την μπάσταρδη και εξευγενισμένη version του ρεμπέτικου Νταλαριάδων, σε όσους βιάστηκαν να το θάψουν σαν ...φολκλόρ ο Μάθεσης, ο Νίκος ο Τρελάκιας, λίγο πριν πεθάνει, προέβλεψε.
«Μη περιμένουμε να τους δούμε με τραγιάσκα και ζουνάρι και να λένε τα μάγκικα και κορακίστικά τους. Ζει λοιπόν ο ρεμπέτης δεν πεθαίνει ποτέ γιατί είναι εφτάψυχος. Γιατί περιβόλι δίχως τσουκνίδα και αγρός δίχως αγκάθι δεν υπάρχουν. Λείπει ο Μάρτης απ’ την Σαρακοστή; Έτσι δεν θα λείψει και το ρεμπέτ – ασκέρ.»
Κι αν λίγο περιπλανηθείτε στην πόλη... θα το ακούσετε... Αυτό το πονεμένο και συνάμα μάγκικο, αυτό το νταλκαδιασμένο και συνάμα μαστουρωμένο τραγούδι του περιθωρίου, του λαθραίου, του πρόσφυγα.. Ίσως όχι πια στα ...ελληνικά-και τι σημασία έχει- αλλά πάντα ...ρεμπέτικα...
Στο Άγιο Ανεστάκι λοιπόν, το προσφυγάκι, που έγραψε μόνος του, τον συγκλονιστικό επικήδειο του, λίγα μόλις χρόνια πριν πεθάνει.
Στους σημερινούς Άγιους αυτής της πόλης, στο ρεμπετ-ασκέρ της...
Αφιερωμένο και το αδέσποτο. Αδέσποτο...όπως αυτοι. Αδέσποτο όσο και Άγιο. Ρεμπέτικο...όσο και αυτοί...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου