Ο Αντώνης ήταν ένας φτωχός άνθρωπος γύρω στα 35, μανάβης με καρότσι, που ζουσε στους Αμπελόκηπους. Το 43 στο Μαουτχάουζεν βρέθηκε στην κομπανία των μελλοθάνατων.
Και οι ναζί ήξεραν να επιλέγουν …θανάτους.
Σειρές ατελείωτες, Εβραίων, Ρώσων, Τσιγγάνων, Ελλήνων και κάθε λογής μελλοθάνατων, κουβαλούν τεράστια αγκωνάρια, ανεβαίνοντας τα 180 σκαλιά, και ύστερα τα μεταφέρουν σε μια ακόμα απόσταση ενός ακόμα χιλιομέτρου για να τα απιθώσουν. Μαρτύριο αργού θανάτου.
Και για όποιον λύγιζε, ο πυροβολισμός ήταν η τιμωρία και λύτρωση ταυτόχρονα.
Ο Αντώνης, ανεβαίνει φορτωμένος την πέτρα του και δίπλα του ένας Εβραίος παραπαίει.
Ο Γερμανός πυροβολεί τον Εβραίο στο κεφάλι και όταν ο Αντώνης ξανακατεβαίνει για να ζαλωθεί την καινούργια πέτρα, ο Γερμανός του λέει όχι αυτή... αυτή και του δείχνει μια πολύ μεγαλύτερη.
Κι ο Αντώνης... ο Αντώνης, σηκώνει το βλέμμα, του δείχνει μια τεράστια και του λέει...όχι αυτή. Αυτή....
Επέζησε από το Μαουτχάουζεν, ίσα για να τον σκοτώσουν οι έλληνες ...επώνυμοι... δημοσιογράφοι…ενάμιση μήνα σχεδόν πριν το τέλος του.
Αλλά εκείνος δεν έκανε την χάρη στα κανάλια, πέθανε…όταν ήθελε.
Δεν αγαπώ το σεβασμό. Επιλέγω την εκτίμηση.
Αλλά αυτό που νοιώθω για τον Ιάκωβο Καμπανέλλη, δεν είναι σεβασμός, δεν είναι εκτίμηση.
Είναι απλό, ατόφιο, καθαρόαιμο Δέος.
Ανάξια αλλά ιδανική ερωμένη του θεάτρου, αν κάποιο ρόλο απο τους πολλούς, που ουδέποτε βαρέθηκα αλλά υπηρέτησα και υπηρετώ με επιμέλεια και ευλάβεια είναι αυτή του θεατή του θεατρικού σανιδιού.
Κι ο Καμπανέλλης, κατόρθωσε να περιγράψει την ουσία του συναισθήματος, της ανάγκης, της μαγείας του να εισαι θεατής θεάτρου.
Ήταν λέει 3-4 μήνες αφότου είχε γυρίσει από το Μαουτχάουζεν, που βρέθηκε απο νεανική αστοχασιά, έχοντας ζήσει εκεί, επι 2,5 χρόνια την καθημερινότητα του θανάτου.
Κάθε του μέρα γεμάτη από φρέσκους νεκρούς που οδεύουν στα κρεματόρια από την μία και ταυτόχρονα φρέσκοι νιόφερτοι εβραίοι αλλά και ρώσοι αιχμάλωτοι που οδεύουν στους θαλάμους αερίων.
Απόγευμα λοιπόν, νιόφερτος στην ελευθερία, σε μια παγωμένη Σταδίου, για να σκοτώσει την ώρα του, μπαίνει σε μια θεατρική παράσταση.
Δεν έχει ακούσει ποτέ για τον Κουν, δεν ξέρει το έργο, δεν ξέρει τους ηθοποιούς, απλά από το κρύο προστατεύεται, σε μια μισοάδεια θεατρική πλατεία. Δεν θυμάται καν το έργο.
Αλλά όταν η παράσταση τελειώνει, συνειδητοποιεί ότι είναι συγκλονισμένος. Και ψάχνει αυτό το τρελό …πράγμα που τον κατακλύζει.
Πως είναι δυνατόν να συγκλονίζεται από ένα παραμυθάκι αυτός που μέχρι λίγους μήνες πριν, ζούσε και επιβίωνε καθημερινά από την απόλυτη ανθρώπινη κτηνωδία.
Γραφέας ...εσχάτης υποστάθμης, στο Υπουργείο Αεροπορίας, συγκλονισμένος που κάτι τον ...συγκλονίζει, παρακολουθεί με τα μανίας ότι θεατρική παράσταση μπορεί και προσπαθεί να μπει σε μια δραματική σκηνή. Μάταιος κόπος. Δεν έχει απολυτήριο Γυμνασίου.
Ο Καμπανέλλης ειναι απόφοιτος της Α’ Γυμνασίου.
Κι έτσι πια δεν του μένει παρά μόνο ένας δρόμος για να μπεί στον μαγικό κόσμο του θεάτρου.
Ενάς δρόμος που δεν απαιτεί κανενός είδους …πιστοποιημένο τίτλο σπουδών.
Κι αυτός είναι να γράψει ο ίδιος θέατρο.
Ο Καμπανέλλης αρνείται την έλευση της …έμπνευσης.
Παρατηρούσα λέει τους ανθρώπους. Τότε, δεν μπορούσα να γράψω έργα για ιδιωτικές υποθέσεις, έργα δυο, τριών ή τεσσάρων προσώπων.
Τα έργα του εκείνης της εποχής είναι πολυπρόσωπα. Δημόσια έργα, τα λέει.
Ο Καμπανέλλης, με μεγαλείο νου, ψυχής, γλώσσας, και συναισθήματος μεταφέρει την αίσθηση του στρατόπεδου συγκεντρώσεως στην Ελλάδα της δεκαετίας του πενήντα.
Τα έργα του, αφορούν μια Ελλάδα, φτωχή, μια Ελλάδα κατασπαραγμένη από την Κατοχή, μια Ελλάδα αστυνομοκρατούμενη που επιχειρεί να κλείσει με τρύπια ...λευκοπλαστ, τις χαλνούσες πληγές απο δυο Εμφυλίους.
Έργα πολυπρόσωπα, που όμως όλα τα πρόσωπα, όλοι οι τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους χαρακτήρες έχουν μια κοινή μοίρα. Όσο κι αν διαφέρουν, μοιραζονται το μόνο μέλλον που μπορουν να εχουν.
Να είναι μαζί. Όπως οι έγκλειστοι σε στρατοπεδο συγκέντρωσης
Η Αυλή των Θαυμάτων. Αν σήμερα, όλοι ...ψάχνουν το ποιος είναι επιτέλους ο Έλληνας, ο Καμπανέλλης, το περιγράφει 50 χρόνια πριν μέσα σε μια αυλή.
Το χρήμα του σχεδίου Μαρσαλ να μοιράζεται στους ...αιώνιους επιτήδειους, στους αποκαθαρμένους δοσίλογους και μαυραγορίτες, κι η αυλή να ζει το μόνο που έχει να μοιραστεί. Την αλληλεγγύη του κοινού μέλλοντος. Μέχρι οι εργολάβοι να τους διώξουν ...και από κει. «Αγάντα...τα μηχανοκίνητα, εδώ ο άνθρωπος πηγε στο φεγγάρι....»
Ο Καμπανέλλης είναι εργάτης του θεάτρου. Δεν γράφει μόνο θεατρικά έργα, είναι από τους κύριους συντελεστές των ραδιοφωνικών θεατρικών βραδιών, κόβοντας, ράβοντας, αποδομόντας και ανασυνθέτοντας τεράστια έργα του παγκόσμιου θεατρου, και χωρώντας τα, αριστοτεχνικά και μαγευτικά σε μια ραδιοφωνική version των 75’.
Είχα την τύχη, να τα ακούσω όλα ή σχεδόν όλα.
Να τα ακούσω σε φαγωμένες κασέτες, που τα αντέγραφε ευλαβικά ο πατέρας μου.
Ότι είχε απομείνει από τις δικές του ηδονικές και χιλιοακουσμένες στιγμές, φθάρηκαν στα δεκάδες ακούσματα που τους έκανα εγώ με εκείνο το μικρό κασετοφωνάκι, το φυλακτό των παιδικών μου χρόνων. Το κασετοφωνάκι δεν δουλεύει. Οι κασέτες δεν ακούγονται πια. Παραμένουν όμως... φυλαχτά μιας μαγείας που ποτέ δεν έχασε την λάμψη της .
Ο Καμπανέλλης με τόσο λεπτή ειρωνεία, με πλήρη και συνειδητή απώλεια κάθε είδους κυνισμού, με βαθιά λατρεία όχι μόνο στον ανθρωπισμό σαν έννοια, αλλά στον ίδιο τον άνθρωπο, με έναν εκπληκτικό ρεαλισμό, με μια αυθεντικότητα, κεντάει, ζωγραφίζει, απεικονίζει την πιο βαθιά ελληνικότητα.
Πονεμένη, γλυκιά, τρυφερή, θρησκευτική χωρίς θρησκεία, καθόλου γκροτέσκα, όχι φωνακλάδικη αλλά για αυτό και τόσο συγκλονιστικά υπόκωφη.
Μια Στέλλα, που γράφτηκε σαν θεατρικό και όχι σαν κινηματογραφική ταινία, πάνω στην Μελίνα, οι τρεις κατοχές από το κανόνι και το αηδόνι, και αυτός ο υπόκωφος σαρκασμός του –προσωπικά για μένα και πάντα αξεπέραστου στο ελληνικό σινεμά- Δράκου.
Ο Καμπανέλης περιγράφει την ψυχική προσφυγιά που βιώνει ο άνθρωπος, μια εσωτερική, ψυχική προσφυγιά, πολυ πιο επώδυνη ακόμα και απο αυτή που βιωνει ο προσφυγας απο τόπο σε τόπο.
Στις τόσο διαφορετικές μορφές γραφής του,στα διαφορετικά εργα του, απο τον ρεαλισμό μέχρι τον εξπρεσιονισμό του, απο το τα «δημοσια» έργα του μέχρι τα τόσο σπαρακτικά μονοπρακτα του, ψηλαψισε με τόσο πόνο, αλλά και με αυτή την άμετρη του ευαισθησία,αυτο το ευγενικό του νυχοπατημα στις ψυχές, την τραγική φιγουρα του ανθρώπου προσφυγα στην ίδια του τη ζωή, προσφυγα στον εαυτό του, προσφυγα στα ονειρα του.
Κι είναι ο σεμνός Καμπανέλλης που άνοιξε τον κρουνό, που έσπασε το φράγμα της αντιγραφής και του ξενοφερτου, για να ξεχυθεί το νέο ελληνικό θέατρο, στον Κεχαίδη, στην Αναγνωστάκη, στο Σκούρτη, στο Μουρσελά, στον Ποντίκα, ακόμα και στον Διαλεγμένο.
Η άδικη μοίρα των Μεγάλων δεν είναι ο θάνατος, αυτή είναι η μοίρα και των μικρών και των μεγάλων. Η άδικη μοίρα των Μεγάλων είναι το να επιχειρούν να τους ερμηνεύσουν οι μικροί.
Σχωρα με Ιάκωβε Καμπανέλλη, δεν ήταν από αμετροέπεια αυτό μου το γραφτό, ήταν από ανάγκη να κάνω λέξεις, το Δέος που πάντα μου προκαλούσες. Λένε ότι δεν πεθαίνεις, όσο εξακολουθείς να λείπεις. Κι εσύ θα λείπεις πάντα. Από όσους ψηλαφούν την εσωτερική προσφυγιά τους.
Υ.Γ. Ο Καμπανέλλης δεν είχε περί πολλού απο καλλιτεχνική άποψη το «Μεγάλος μας Τσίρκο»,απλά το θεωρούσε ένα πολιτικό ορόσημο...
Έβγαιναν λέει οι θεατές που συνέρεαν στο θέατρο και ήταν έτοιμοι να πάνε σε συλλαλητήριο.
Αλλά αφου το Μεγάλο μας Τσίρκο, παραμένει τόσο επίκαιρο 35 χρονια μετά, σημαινει, ότι ο Ιάκωβος Καμπανέλλης ...έκανε μάλλον λάθος στην τοτινή του εκτίμηση....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου