Παρασκευή 27 Ιουλίου 2012

Πέρα απ’ το επείγον, η ηλιθιότητα..

Στις 22-24 Ιούνη 2012 πραγματοποιήθηκε κατασκηνωτικό διήμερο αντίστασης στην κοινότητα Σεφρέν της βόρειας Γαλλίας ενάντια στα σχέδια κατασκευής μιας γραμμής μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος υψηλής τάσης, ύστερα από κάλεσμα της πρωτοβουλίας ενάντια στη γραμμή υψηλής τάσης και στην πυρηνική ενέργεια. Σύμφωνα με μαρτυρίες, οι διαδηλωτές δέχθηκαν ιδιαίτερα βίαιη καταστολή, με αποτέλεσμα πολλοί να μεταφερθούν στο νοσοκομείο με λιγότερο ή περισσότερο βαριά τραύματα. 

Παρακάτω μπορείτε να διαβάσετε το γράμμα μιας διαδηλώτριας, με τίτλο «Πέρα απ’ το επείγον, η ηλιθιότητα..», το οποίο δίνει μια εικόνα των γεγονότων αλλά και σκέψεις πάνω στην αντίσταση που πρέπει ν’ αναπτυχθεί.


Σχετικά με το σαββατοκύριακο αντίστασης στη Σεφρέν…
Αν ενεργείς χωρίς να σκέφτεσαι, τότε κάτι χάνεις στην πορεία..
Δώσε τόπο στην αστάθεια ή κατάστρεψέ τα όλα.

Μου ’ριξε ένας μπάτσος. Στο σώμα μου έχω 15 χτυπήματα από μεταλλικά θραύσματα, σε πόδι, γόνατο, μήτρα, στήθος, χέρι, τα οποία θα μείνουν. Το νεύρο στο δεξί μου χέρι κόπηκε και χρειάστηκε να εγχειριστεί. Σ’ ένα χρόνο ίσως καταφέρω ν’ ανακτήσω τις λειτουργίες του.

Γράφω για να μην μπορέσουν να πουν ότι δεν ήξεραν. Όποιος επιθυμεί να γνωρίζει, μαθαίνει. Γράφω για να σταματήσουν να μας λογοκρίνουν, να μας χτυπούν, φυλακίζουν, σκοτώνουν πίσω από μια δήθεν δημοκρατία κι ένα δήθεν κράτος δικαίου. Γράφω γιατί δεν μπορώ άλλο να βλέπω ν’ αποδιώχνουμε τα ζητήματα βίας στις μακρινές και φτωχές χώρες, να ξεφορτωνόμαστε με δειλία τα επαναστατικά ζητήματα που τίθενται στην Τυνησία, στη Λιβύη, στην Αίγυπτο, στη Συρία… λέγοντας ότι στη Γαλλία δεν είναι το ίδιο, ότι στη Γαλλία είναι διαφορετικά, και μάλιστα χειρότερα.

Γράφω γιατί στα 20 μου χρόνια έχω υποστεί, ακούσει, δει πάρα πολλά περιστατικά αστυνομικής βίας πίσω απ’ τις βιτρίνες των ψεμάτων και της εμπορικής προπαγάνδας. Γράφω γιατί μου είναι ανυπόφορο να νιώθω αυτό το τσίμπημα άγχους στο στομάχι κάθε φορά που συναντώ έναν μπάτσο, κι αυτό το σύννεφο μοναξιάς κι αδυναμίας απέναντι στο αστυνομικό σύστημα. Γράφω για να μην ουρλιάξω πως δεν πάει άλλο, πως πρέπει να δράσουμε.

Γράφω γιατί η ελευθερία στο δυτικό πολιτισμό δεν είναι παρά ένα ψέμα δολοφονικό. Γράφω γιατί επικρατεί το ψέμα κι η σιωπή σχετικά με την καταστολή, τους αγώνες μας, τους κινδύνους των πυρηνικών, τη βία του συστήματος, μεταξύ άλλων.

Αυτήν τη φορά, το πράγμα αυτό συνέβη στη Σεφρέν, μια κοινότητα που αντιστέκεται στην εγκατάσταση μιας γραμμής υψηλής τάσης μήκους 170 χιλιομέτρων (αυτή η γραμμή συμπεριλαμβάνεται στην εγκαθίδρυση ενός παγκόσμιου, γιγάντιου δικτύου διάδοσης πληροφοριών, που αφορά όχι μόνο την πώληση ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά και τον έλεγχο των πληθυσμών και την αυτοματοποίηση των ανταλλαγών τους με την κεντρική διεύθυνση). Το ηλεκτρικό ρεύμα θα παράγεται από αιολικές εγκαταστάσεις στη θάλασσα του βορρά, από πυρηνικούς αντιδραστήρες όπως ο αντιδραστήρας τρίτης γενιάς EPR της Φλαμανβίλ, αλλά και μηχανικά απ’ τους τρεις αντιδραστήρες του Τρικαστέν, που αποφορτίστηκαν τώρα απ’ την ηλεκτρική τροφοδοσία του εργοστασίου Eurodif, το οποίο έκλεισε.

Μέσα μου κουβαλάω πολλούς τραυματίες, νεκρούς, πολλά που δε λέγονται, ούτε στη Γαλλία ούτε αλλού. Μέσα μου κουβαλάω γεμάτες φυλακές, και γνωρίζω καλά ότι οι νόμιμοι δήμιοι μένουν κατ’ επανάληψη ατιμώρητοι.

Μετά απ’ τη δολοφονία με πισώπλατο πυροβολισμό του Αμίν Μπεντουνσί στις 21 Απρίλη, οι μπάτσοι διαδήλωσαν οπλισμένοι, με τις στολές τους, διεκδικώντας το δικαίωμα του προληπτικού φόνου. Απ’ τη στιγμή που άρχισαν να χρησιμοποιούνται τα φλάσμπολ[1], οι χειροβομβίδες διασποράς πλήθους και οι χειροβομβίδες κρότου λάμψης, έχουν προκαλέσει πολλούς τραυματισμούς, αναπηρίες, πληγές, μόνιμες οφθαλμικές βλάβες, θανάτους· κανείς δεν έχει κερδίσει κάτι μέσω νομικής οδού μετά απ’ όλα αυτά.

Βλέπω πόλεις με όλο και περισσότερα μέτρα ασφαλείας, ένα νομικό οπλοστάσιο όλο και πιο ελευθεριοκτόνο, την τελειοποίηση των μεθόδων ελέγχου του πληθυσμού παράλληλα με αυτήν των συνόρων. Γράφω γιατί βαρέθηκα να με ρωτάνε αν «όλα είναι εντάξει». Και σ’ αυτούς που απάντησα «ναι» ήταν από ευγένεια ή συνήθεια. Τέλος πάντων.

Μας πυροβόλησαν κάτω απ’ τους πυλώνες υψηλής τάσης που ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια στην εξοχή, κομμάτι μιας παγκόσμιας καταστροφής που απειλεί να σκάσει ανά πάσα στιγμή και στην οποία θα μας ήθελαν πολιτισμένους, παθητικούς. Εμείς, απεκδυμένοι σχεδόν από τα πάντα, από την ιστορία μας και τα νοήματά της, τη γλώσσα, την πληροφορία, το σώμα μας, τις επιθυμίες μας, το χρόνο μας, τις ζωές μας. Κι ενώ θα μας ήθελαν ακίνδυνους, φοβισμένους, μη βίαιους, δε θέλω να μου μιλάνε σαν σε μια άρρωστη, να με παιδικοποιούν, να με οικτίρουν. Έχω την ανάγκη να φροντίζουμε ο ένας τον άλλον, για να κρατήσει· έχω την ανάγκη ν’ αντεπιτεθούμε κι εμείς.

Για να θεραπευτώ, χρειάζομαι ένα σύστημα δίχως μπάτσους, δίχως εξουσία. Ας λάβουμε υπόψη τις ζημιές απ’ τα θραύσματα ενός ξεκάθαρου κοινωνικού πολέμου, το μερίδιό του στη βία και στον πόνο, αλλά ας μην παραιτούμαστε, ας οργανωθούμε. Αυτό που δε σε σκοτώνει σε κάνει πιο δυνατό, απ’ ότι φαίνεται, υπό την προϋπόθεση να μην κοροϊδεύεις τον ίδιο σου τον εαυτό.

Θέλετε λεπτομέρειες; Τα μεγαλοκάναλα κατέφτασαν στο δωμάτιό μου στο νοσοκομείο πριν την εγχείρηση. Ένας γενικός ιατρός παρών στο συμβάν ήταν μάρτυρας της αστυνομικής βίας και της χρήσης πολεμικών όπλων (χειροβομβίδες διασποράς πλήθους και κρότου λάμψης, δακρυγόνα, γκλομπ…), που άφησε πολλούς τραυματίες. Ήταν σπουδαίος στην κατασκήνωση, αλλά τώρα εμφανίστηκε αμήχανος. Οι βρομεροί ρουφιάνοι της εξουσίας, μ’ άλλα λόγια οι δημοσιογράφοι, ήθελαν να τραβήξουν εικόνες με τα χτυπήματα στο σώμα απ’ τα μεταλλικά θραύσματα για να κυκλοφορήσουν το ρεπορτάζ με τη μαρτυρία. «Χωρίς εικόνα, ούτε και λόγος», ήταν ο εκβιασμός τους. Έμειναν μια ώρα στο δωμάτιο, επιχειρώντας να υπερασπίσουν τους εαυτούς τους για τη ρυπαρότητα των εφημερίδων τους και των τοποθετήσεών τους.

Βλέποντας δίχως έκπληξη το τι βγήκε προς τα έξω, επιβάλλεται να ξεκαθαριστούν κάποια πράγματα.
Η πρόοδος των έργων κατασκευής της γραμμής καθιστά πιο επείγουσα κι αναγκαία μια σαφή κι αποφασιστική αντίσταση απέναντι στις υποδομές. «Βλέποντας τι μας προκαλούν οι πυλώνες που υψώνονται στη γη μας, είναι πλέον προφανές κι απαραίτητο να μοιραστούν περισσότεροι την επιθυμία για άμεση δράση ενάντια σ’ αυτόν τον αδύναμο κρίκο της πυρηνικής βιομηχανίας, δεδομένης της απαράδεκτης καταστολής όσων εναντιώνονται σ’ αυτά τα σχέδια, των θεμελιωδών δικαιωμάτων που ποδοπατώνται, των ταπεινώσεων που προκαλεί το RTE (Δίκτυο Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας) στον πληθυσμό» (απόσπασμα απ’ το κάλεσμα «Όλοι στη Σεφρέν, σαββατοκύριακο αντίστασης»).

Αυτές οι γραμμές συμμετέχουν στην απέκδυση των ζωών μας κι επιβάλλονται με την ίδια αλαζονεία και τον ίδιο φασισμό όπως και στην περίπτωση του αεροδρομίου της Notre-Dame-des-Landes, στη Νάντη, της γραμμής του τρένου ταχείας κυκλοφορίας (TAV) μεταξύ Λυόν και Τορίνου, του εργοστασίου αερίου στο Φινιστέρ, των οικο-συνοικιών στις εξωραϊσμένες μας πόλεις ή ακόμα των φυλακών με ανθρώπινο πρόσωπο, λαμπρή εικόνα της υποκρισίας της σημερινής βρομοκατάστασης.

Από πού λοιπόν προέρχεται η βία;
Το γνωρίζουμε κι αγανακτούμε κάθε φορά ύστερα απ’ όσα συμβαίνουν, αλλά είναι σημαντικό να το υπενθυμίζουμε: τα δημόσια καλέσματα για συναντήσεις ή δράσεις οδηγούν αναπόφευκτα σε μια τεράστια κινητοποίηση του αστυνομικού μηχανισμού· η περιοχή τίθεται υπό αστυνομική και στρατιωτική κατοχή, γίνονται εξακριβώσεις και σωματικοί έλεγχοι των περαστικών, παρακολουθήσεις (με ελικόπτερο, υποκλοπές συνομιλιών), στήνονται ενισχύσεις με εκπαιδευμένα σώματα στην περίπτωση της Σεφρέν, αστυνομικά σώματα παρακολούθησης και παρέμβασης (PSIG: pelotons de surveillance et d’intervention de la gendarmerie), καθώς κι αστυνομικά σώματα απ’ το Μπλαν, που είχαν την ευκαιρία να εκπαιδευτούν στη Notre-Dame-des-Landes. Υπήρχαν πάνω από 500 αστυνομικοί που ήταν οπλισμένοι και δέχονταν πιέσεις απ’ τη Νομαρχία αφού είχε υποστεί πλήγμα μετά τα γεγονότα στο Βαλόν και την απώλεια της κυριαρχίας τους πάνω σε μία περιοχή[2].
Ο στόχος τους είναι ξεκάθαρος: να πλήξουν το κίνημα, να προκαλέσουν ηθικές και σωματικές βλάβες. Τα μίντια κατασκευάζουν σχολαστικά τη φιγούρα του επικίνδυνου ριζοσπάστη που θέλει να τελειώνει μια και καλή –ποιος ξέρει με τι– και που έρχεται από μακριά προκειμένου να το πετύχει (μια απειλητική φιγούρα εντελώς απολίτιστη), ενώ αποσιωπούν τους αγώνες και την αυξανόμενη καταστολή τους.

Όταν μια περιοχή αντιστέκεται, βρίσκεται συχνά υπό στρατιωτική κατοχή, όπως συνέβη στη Σεφρέν, στη Notre-Dame-des-Landes ή στην κοιλάδα Σούζα της Ιταλίας, όπου με φόντο απαλλοτριώσεις και εκδιώξεις ασκείται καθημερινά ψυχολογική, οικονομική, δικαστική κι αστυνομική πίεση. Πίσω από μια δήθεν ελευθερία της σκέψης κρύβεται η απαγόρευση των δράσεων. Μας ζαλίζουν να μην είμαστε βίαιοι μέσα σ’ ένα περιβάλλον εντεινόμενης βίας.

Στις 24 Ιούνη μέρος των διαδηλωτών κατευθύνθηκε προς το υδραγωγείο, τόπος πολλών συναντήσεων κι αντιστάσεων, το οποίο είχε εκκενωθεί την Τετάρτη, 20 Ιούνη. Ένα άλλο κομμάτι της πορείας, στο οποίο ήμουν κι εγώ, κατευθύνθηκε προς τους πυλώνες (δύο όρθιοι κι ένας ακόμα στο έδαφος). Είναι δύσκολο να πω αν πρέπει να εγκαταλείψουμε οριστικά κάθε προαναγγελθείσα μαζική δράση· αν αυτή η αναμενόμενη σύγκρουση με μπάτσους, καλύτερα εξοπλισμένους, ήταν ένας πόλεμος στον οποίο έπρεπε να λάβουμε μέρος. Είναι δύσκολο να παραδεχτούμε ότι το ίδιο πρωινό, όπως και την προηγουμένη, υπήρχε φόβος και επιθυμία να το ακυρώσουμε, κι ότι αυτό ήταν ίσως φρόνιμο.

Είναι σημαντικό να εξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο λαμβάνουμε αποφάσεις σε επείγουσες και «θεαματικές» στιγμές, όπως αυτές. Η «πορεία για την αξιοπρέπεια», που αναφέρθηκε σε μια ενημέρωση, αφήνει πίσω της μια πικρή γεύση από τις στρατιές των πρόωρα νικημένων που οδεύουν προς την ήττα. Να είμαστε διαπεραστικοί, απρόσμενοι κι απρόβλεπτοι για να μη χρειαστεί να μετατραπούμε σε στρατιωτική δύναμη… Ένας φίλος μου είπε εκ των υστέρων: «Κι αυτήν τη φορά ζυγώσαμε το θάνατο, ένας από εμάς θα μπορούσε να ’χε μείνει στον τόπο».

Σ’ αυτό τον ασφυκτικό απ’ τα χημικά της αστυνομίας αγώνα, δεν είχαμε ούτε το συσχετισμό δυνάμεων ούτε την απαραίτητη ευστροφία ώστε να μην επιτρέψουμε να μας απωθήσουν γρήγορα και βίαια προς το χώρο της κατασκήνωσης. Ακούγαμε εκρήξεις και πυροβολισμούς, κραυγές, και τα βλέμματα που ανταλλάσσαμε κατά την τελευταία επίθεση ήταν τρόμου ή πόνου. Οι μπάτσοι, ακούγοντας απ’ το πλήθος «Ήρεμα, υπάρχουν τραυματίες», άρχισαν να ουρλιάζουν και να μας ρίχνουν ξανά. Πρώτα ένιωσα σαν να καίγομαι και μετά ότι χάνω το χέρι μου, κι έπειτα το φόβο πως θα μας ρίξουν πισώπλατα ή ότι θα μας συλλάβουν. Τελικά κάποιος μ’ άρπαξε και μ’ απομάκρυνε από ’κεί.
Σ’ αυτούς που ισχυρίζονται ότι ο πόλεμος έχει τελειώσει έχω ν’ απαντήσω ότι μπορεί να είναι ένας λανθάνων και καλά κρυμμένος πόλεμος, αλλά μετράμε μεταξύ μας θανάτους για να μην τους ξεχάσουμε· όπως ήταν ο θάνατος του αγωνιστή που βρέθηκε κάτω απ’ τις ρόδες του τρένου Κάστορ[3] όταν αλυσοδέθηκε στις ράγες για να μπλοκάρει την πορεία του. Άλλοι αγωνιστές τραυματίστηκαν απ’ τον κοπτικό δίσκο των μπάτσων που προσπάθησαν να τους σηκώσουν, άλλοι… η λίστα δεν έχει τέλος. Πόσοι θάνατοι υπήρξαν εξαιτίας των πυρηνικών, απ’ τη Χιροσίμα ως τη Φουκουσίμα, κι ακόμα πόσα πυρηνικά κρύβουν εδώ, πόσοι τόνοι πυρηνικών αποβλήτων στοιβάζονται, πόση ακτινοβολία και πόσες ψεύτικες δημοκρατικές συζητήσεις;

 
Στη Σεφρέν υπήρχε μια σκηνή-αυτοσχέδιο ιατρείο γεμάτη τραυματίες. Είναι λυπηρό που, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, όλα τ’ αντανακλαστικά ενεργοποιούνται και κινείσαι αποτελεσματικά: δίνεις τις πρώτες βοήθειες, ελέγχεις τον πόνο σου, καταφέρνεις να εκκενώσεις το χώρο παρά τα μπλόκα της αστυνομίας, αποφεύγεις αυτούς που μπλοκάρουν την πρόσβαση στο νοσοκομείο του Σαιν-Λο, περιμένεις μ’ απελπισία να έρθουν οι πυροσβέστες, ανέχεσαι την επίταξη ενός απ’ τα πυροσβεστικά οχήματα προκειμένου να περισώσουν έναν μπάτσο που ίσα που έχει γρατσουνιστεί, εις βάρος βέβαια μιας κοπέλας που κινδυνεύει να χάσει την όρασή της…

Φτάνοντας στο νοσοκομείο, τα διηγήθηκα όλα αυτά δείχνοντας το ακρωτηριασμένο μου κορμί. Το προσωπικό του νοσοκομείου λυπήθηκε, νευρίασε, αγανάκτησε απέναντι στις αστυνομικές βιαιότητες στη Γαλλία του 2012, με τις οποίες δεν ήταν εξοικειωμένο. Κάποιοι ήθελαν να πάνε στη διαδήλωση αλλά δούλευαν, άλλοι σηκώνοντας τη γροθιά τους μου είπαν να συνεχίσουμε τον αγώνα, άλλοι δεν έκαναν καμιά αναφορά ενώ κάποιος μου είπε: «Κάναμε τον πόλεμο στη Νορμανδία, ξέρουμε απ’ αυτά». Μίλησα στο τηλέφωνο και με τον υπεύθυνο πρόσβασης στις ιατρικές βοήθειες του νοσοκομείου του Σαιν-Λο σχετικά με τον αποκλεισμό, αφού υπήρχαν δύο βαν και μια σειρά από μπάτσους πάνω στο δρόμο πρόσβασης στο CHU (πανεπιστημιακό νοσοκομείο).

Επανέλαβα τα ίδια κι εξήγησα ότι οι πυροσβέστες δεν μπορούσαν να φτάσουν στο χώρο της κατασκήνωσης. Έμαθα ότι ασκούνταν πιέσεις απ’ τη Νομαρχία ώστε να μάθουν τα ονόματα των τραυματιών και την κατάσταση στην οποία βρίσκονταν, ενώ με διαβεβαίωσε ότι το ιατρικό απόρρητο δεν επιτρέπει να διαρρεύσει καμιά πληροφορία. Του είπα ν’ αψηφήσει τις πιέσεις και τον ευχαρίστησα.

Με μεταφέρουν για να μ’ εγχειρήσουν. Σας μεταφέρω τις στιγμές εκείνες όπου, σε αυτό το δωμάτιο, είχα την εντύπωση ότι βρίσκομαι στη φυλακή ή φοβόμουν ότι θα ’ρθουν οι μπάτσοι, τις στιγμές όπου μπροστά στην έκπληξη ορισμένων ανθρώπων μου ’ρχοταν να τους πω «Άνοιξε τα μάτια σου κι ενημερώσου», την ανησυχία για όσους είχαν μείνει στο χώρο της κατασκήνωσης, την επιθυμία να μιλήσω με όσους έζησαν αυτές τις στιγμές, την επιθυμία να ξεκαθαρίσω ότι αυτοί με τους οποίους είμαι θυμωμένη δεν είναι άλλοι απ’ τους μπάτσους, την επιθυμία να σπάσω την τηλεόραση ή να καταλάβω το πλατό την ώρα του δελτίου ειδήσεων.

Ξέρω μόνο ότι μια στιγμή θα με κυνηγά· ολόκληρη εκείνη η ώρα όπου με το αναισθητοποιημένο χέρι μου στην αίθουσα αναμονής του χειρουργείου δεν κατάφερα να συγκρατηθώ και να πάψω να κλαίω.
Μια ερώτηση είναι που με πνίγει. Πώς θ’ αντιδράσουμε τώρα απέναντι στη βία της αστυνομίας; Ξέρω ότι δεν έχω τίποτα να περιμένω από αυτή την ταξική δικαιοσύνη παρά ένα αφιέρωμα ή μια μιντιοποίηση του προβλήματος. Κι όχι μονάχα αυτό. Ξέρω ότι αυτή η βία είναι καθημερινή. Ξέρω ότι είμαστε πολλοί οι εξαγριωμένοι. Ξέρω ότι είμαστε και κάπως μόνοι κι αποστερημένοι επίσης.
Και, για να τελειώνω, θα προτιμούσα να πάψουμε επιτέλους να μένουμε απαθείς μόνο και μόνο επειδή όλα αυτά είναι γνωστά, και «ποιον εκπλήσσουν πια;»· η αστυνομική βία αποτελεί πλέον κομμάτι της πεζής πραγματικότητας της πολιτικής. Ο Αμάλ Μπεντουνσί καλούσε σ’ ένα κίνημα σε όλη τη χώρα ενάντια στο δικαίωμα της αστυνομίας να ρίχνει αδιακρίτως· εγώ καλώ σε μια εξέγερση σε όλο τον κόσμο ενάντια στην αστυνομία και σ’ ό,τι μας επιβάλλει, ενάντια σ’ ό,τι υπερασπίζεται και σ’ αυτούς που υπηρετεί.

Να γράφεις είναι εύκολο· το θέμα είναι ότι ποτέ δεν ξέρεις αν θα διαβαστεί.
Εις το επανιδείν
Σημειώσεις
[1] Ειδικά «μη θανατηφόρα» όπλα που ρίχνουν πλαστικές σφαίρες.
[2] Οι κάτοικοι του χωριού Βαλόν εναντιώθηκαν στα πυρηνικά καταφέρνοντας να μπλοκάρουν πολλές φορές τη διέλευση του τρένου μεταφοράς πυρηνικών, παρά την έντονη παρουσία αστυνομικών δυνάμεων.
[3] Πρόκειται για τον αγωνιστή Σεμπαστιάν Μπριά, που σκοτώθηκε στις 7 Νοέμβρη 2004 κατά τη διάρκεια διαδήλωσης ενάντια στα πυρηνικά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου