Παρασκευή 1 Ιουλίου 2011

Φλερτάροντας με τον θάνατο


του Γιώργου Αυγερόπουλου

Έχω καλύψει συγκρούσεις διαδηλωτών με την αστυνομία σε διάφορα μέρη του κόσμου εκτός της Ελλάδας, όπως στην Αργεντινή, την Ιταλία, τη Βολιβία και το Μεξικό. Ειδικά στο Μεξικό, οι αστυνομικοί όπως γνωρίζουν πολλοί, θεωρούνται άγριοι, ανεκπαίδευτοι  και διεφθαρμένοι.  Όμως αυτό που έζησα και κατέγραψα τόσο εγώ όσο και οι συνεργάτες μου χθες Τετάρτη 29/6 στο Σύνταγμα, ξεπερνάει σε αγριότητα κάθε όριο. Η Ελληνική αστυνομία παίρνει δίκαια και με διαφορά το βραβείο βαρβαρότητας. Μιας βαρβαρότητας που καμία σχέση δεν είχε με καταστολή αλλά ήταν ένα συνεχές φλερτ με τον θάνατο.

Από θαύμα δεν θρηνήσαμε νεκρούς. Και ο κ. Παπουτσής θα πρέπει να ανάψει λαμπάδα στον Θεό που πιστεύει, καθώς μόνο στην καλή του τύχη θα πρέπει να αποδοθεί το γεγονός ότι δεν απολογείται σήμερα για θύματα.

Το σχέδιο εκκένωσης της πλατείας Συντάγματος τις δύο τελευταίες μέρες, ήταν ένα “γιουρούσι” όπως εύστοχα παρατήρησε ο Αϊμάν, Ισπανός δημοσιογράφος που εργάζεται για το Al Jazeera. Ένα γιουρούσι, εναντίον όλων και όποιον πάρει ο χάρος. “Μα καλά τι αστυνομία είναι αυτή που έχετε;” με ρώτησε αγανακτισμένος. “Είστε μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τουλάχιστον ακόμα”  μου είπε με νόημα χαμογελώντας.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Περίπου στη 13.30 υπάρχει πολύς κόσμος συγκεντρωμένος μπροστά από την Βουλή. Δεν είναι κουκουλοφόροι. Δεν πετάνε πέτρες. Είναι γέροι, νέοι, γυναίκες, άντρες, φοιτήτριες και φοιτητές, εργαζόμενοι, άνεργοι που φωνάζουν συνθήματα, ρίχνουν την γνωστή μούντζα προς το κοινοβούλιο, και οι πιο θερμόαιμοι μπροστά – μπροστά άντε να εκτοξεύουν καμιά βρισιά εναντίον των αστυνομικών και να κουνάνε τα κιγκλιδώματα που έχουν στηθεί μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη. Τίποτα το σημαντικό δηλαδή που να δικαιολογεί αυτό που θα ακολουθήσει. Ξαφνικά από παντού, από δεξιά, από αριστερά και από το κέντρο, αρχίζει μια γενική επίθεση των αστυνομικών δυνάμεων που απωθούν τους διαδηλωτές προς τα σκαλιά της πλατείας Συντάγματος.  Φανταστείτε δηλαδή χιλιάδες ανθρώπους να τρέχουν αλλόφρονες  προς ένα στενό άνοιγμα το πλάτος του οποίου δεν ξεπερνά τα δέκα μέτρα. Από πίσω τους τα ΜΑΤ, ρίχνουν μέσα στο πλήθος χειροβομβίδες κρότου λάμψης και δακρυγόνα, προκαλώντας πανικό. Άνθρωποι καίγονται από τις φλόγες, πνίγονται από τα δακρυγόνα δεν βλέπουν μπροστά τους και αρχίζουν να ποδοπατούν ο ένας τον άλλον και να κουτρουβαλούν στα σκαλιά. Υπάρχουν άνθρωποι λιπόθυμοι, άλλοι ποδοπατημένοι μέσ’ τα αίματα. Παρόλα αυτά οι αστυνομικοί δεν αποχωρούν. Χτυπάνε με τα γκλομπς όποιον βρουν μπροστά τους, ανθρώπους δηλαδή που τρέχουν να σωθούν πατώντας ο ένας πάνω στον  άλλον.

Η συνέχεια είναι γνωστή. Πέρα από την δράση των προβοκατόρων η οποία έχει καταγραφεί σε βίντεο και φωτογραφίες που βγήκαν και θα συνεχίσουν να βγαίνουν τις επόμενες μέρες, πέρα από τους μπαχαλάκηδες την δράση των οποίων απεχθάνομαι και διαφωνώ κάθετα, η πέτρα είναι πλέον εύκολο να φύγει από το χέρι οποιουδήποτε, που τον χτύπησαν, τον ψέκασαν, και είναι άνεργος, άστεγος – ναι, υπάρχουν πλέον νεοάστεγοι – και κάθε μέρα γίνεται φτωχότερος χωρίς να βλέπει διέξοδο από πουθενά.

Δεν σας κρύβω ότι φοβήθηκα βλέποντας μια άνευ προηγουμένου αγριότητα να ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια μου. Ένιωσα τον ίδιο φόβο που έχω νιώσει σε ζόρικες περιοχές του πλανήτη. Ένιωσα τον φόβο του θανάτου. Καθώς νόμιζα πως ήταν η ιδέα μου και πως είχα ξεσυνηθίσει να δουλεύω στην Ελλάδα – έχω να δουλέψω στη χώρα μου από το έτος 2000- ρώτησα παλιούς μου συναδέλφους αν είχαν ξαναζήσει κάτι τέτοιο εδώ. Μου απάντησαν πως δεν είχαν ξαναζήσει κάτι παρόμοιο.
Θα ήθελα λοιπόν ένας λογικός άνθρωπος από το υπουργείο “Προστασίας του Πολίτη” (το βάζω σε εισαγωγικά γιατί πλέον ο τίτλος του μου θυμίζει το Υπουργείο Αγάπης του Όργουελ στο 1984) να μου απαντήσει στις εξής ερωτήσεις:
  1. Ποιος έδωσε την εντολή για την γενική επίθεση στις 13.30 και γιατί; Ποιανού ιδέα ήταν να διατάξει τις αστυνομικές δυνάμεις να κυνηγήσουν ένα πανικόβλητο πλήθος που ποδοπατιέται στα σκαλιά  πετώντας κρότου – λάμψης και δακρυγόνα χτυπώντας αδιακρίτως, παίζοντας κορώνα γράμματα την πιθανότητα, κάποιος ανάμεσα στους χιλιάδες, να αφήσει την τελευταία του πνοή στην πλατεία.
  2. Για ποιο λόγο οι αστυνομικοί δεν σεβάστηκαν το ιατρείο της πλατείας Συντάγματος; Επαγγελματίες γιατροί πνευμονολόγοι και άλλοι, όλοι εθελοντές, φρόντιζαν  τραυματίες καθ’ όλη την διάρκεια των συγκρούσεων. Δεν ήταν “κουκουλοφόροι”, γιατροί ήταν. Φώναζαν στους αστυνομικούς “εδώ είναι ιατρείο” αλλά καμία σημασία δεν έδιναν εκείνοι. Αφιονισμένοι, τους έριχναν δακρυγόνα και τους χτυπούσαν.  Όπως μας είπε ένας γιατρός “Αυτά δεν γίνονται ούτε στον πόλεμο. Ακόμα και στον πόλεμο υπάρχει ανακωχή για να μαζέψεις και να φροντίσεις τους τραυματίες.” Τα μάζεψαν άρον – άρον οι άνθρωποι και έστησαν το ιατρείο κάτω στο μετρό αλλά ούτε και αυτό γλίτωσε από τις ρίψεις χημικών.
  3.  
  4. Για ποιο λόγο χτυπήθηκαν δάσκαλοι στην Διδασκαλική Ομοσπονδία Ελλάδος; Και αυτοί κουκουλοφόροι; Δεν νομίζω. Τα ΜΑΤ αφού πέταξαν δακρυγόνα στην είσοδο του κτιρίου στην οδό Ξενοφώντος 15, άρχισαν να τους πετούν πέτρες (!) και να ανοίγουν κεφάλια με την ανάποδη του γκλομπ, σύμφωνα με μαρτυρίες των ίδιων.   Τρεις τραυματίες, ένας με σπασμένα πλευρά, ένας με ανοιγμένο κεφάλι και ένας με ελαφρά τραύματα στο  χέρι. Έλεγαν οι δάσκαλοι: “Όταν μια κοινωνία κακοποιεί τους δασκάλους της βρίσκεται στο κατώτερο σκαλοπάτι που μπορεί να φτάσει”
  5. Με ποια λογική οι αστυνομικοί έριξαν χημικά και χτύπησαν ανθρώπους μέσα σε μανάβικα και σουβλατζίδικα στο Μοναστηράκι και στην Πλάκα, προκαλώντας τρόμο σε πελάτες και τουρίστες;
  6. Και τέλος κάτι προσωπικό για τον κ. Παπουτσή: Γιατί με χτυπήσατε; Όχι εσείς δηλαδή, ένας από τους άνδρες της αστυνομίας σας. Επειδή όμως εγώ  δεν γνωρίζω τον “ανώνυμο” ΜΑΤατζή και γνωρίζω εσάς, θα ήθελα πραγματικά μια απάντηση. Η κατάσταση ήταν σχετικά ήρεμη εκείνη την ώρα και γω τραβούσα με την κάμερα μια διμοιρία των ΜΑΤ που ανέβαινε προς την Βουλή, όταν ένας ξέκοψε από την διμοιρία του, ήρθε προς το μέρος μου και στάθηκε μπροστά μου σε απόσταση αναπνοής. Σταμάτησα να τραβάω και κατέβασα την κάμερα. Με κοιτούσε μες στα μάτια. Του είπα τι θέλει και ως απάντηση εισέπραξα μια, για να θυμάμαι τη μέρα. Ο κόσμος άρχισε να φωνάζει: “Τον Αυγερόπουλο χτυπάς ρε”. Δεν αντέδρασα καθόλου και εκείνος απομακρύνθηκε. Αν είχα αντιδράσει ίσως να τα λέγαμε στο τμήμα όπου θα μου ζητάγατε συγνώμη για την… “παρεξήγηση”. Παρεπιπτόντως: Στην Οαχάκα, όταν με είχαν στριμώξει μαζί με τον κάμεραμάν μου οι Μεξικανοί αστυνομικοί,  που όπως είπαμε θεωρούνται άγριοι, ανεκπαίδευτοι και διεφθαρμένοι, τους φώναξα “Δημοσιογράφος” και δεν με πείραξαν. Στη χώρα μου τις έφαγα για πρώτη φορά.
Πηγή : ΕΞΑΝΤΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου